ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ,

Διαβάστε ΕΔΩ: Τα 2 πρώτα κεφάλαια του νέου μυθιστορήματος Ένα ουράνιο τόξο μέσα στη νύχτα, Σάντυ Κυριακή Ηλιάδου, Εκδ. ΑΕΝΑΟΝ Κυκλοφορεί 21/8/17

4:55 π.μ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕΝΑΟΝ 0 Comments


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

  «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν...».
Με αυτές τις λέξεις ξεκινούσαν τα παραμύθια όταν ήμασταν παιδιά και σχεδόν πάντα κατέληγαν σε ένα όμορφο και χαρούμενο τέλος. Στη ζωή βέβαια -και στην πορεία του καθενός μας σ’ αυτήν- ξετυλίγονται παραμύθια που καταλήγουν σε τέλος καλό, παραμύθια με τέλος άσχημο και πολλές φορές παραμύθια ανεξήγητα· αυτά που φτάνουν στο τέλος με πολλά ερωτηματικά και χωρίς να μπορείς να τους βάλεις μια τελεία.
  Όλα αυτά μπορεί να συμβαίνουν συγχρόνως και παράλληλα στη ζωή μας. Άλλα απ’ αυτά ενδέχεται να μας κάνουν τη ζωή εύκολη και χαρούμενη, άλλα πάλι δύσκολη και επίπονη, ενώ κάποια να μπερδεύουν τόσο την κρίση μας, με αποτέλεσμα να μας οδηγούν σε σωρεία λαθών. Από όλα αυτά βέβαια δημιουργείται ένας πίνακας ζωγραφικής με καλλιτέχνη τον καθένα από μας. Πρόκειται για ένα πίνακα με πλούσια και ίσως αντιφατική θεματολογία, στον οποίο η τελική πινελιά καθορίζει τον ορισμό του, τον αυτοπροσδιορισμό του, τον τίτλο με τον οποίο υπογράφει ο καλλιτέχνης.
  Όταν γεννήθηκε η μικρή Σοφία, της δόθηκε ένα σχεδόν κατάλευκο τελάρο ζωγραφικής. Πάνω του η μοίρα είχε αχνά χαραγμένες κάποιες βασικές γραμμές, τις οποίες έπρεπε εκείνη να τονώσει, να αλλάξει εάν μπορούσε, να χρωματίσει. Κι είχε στη διάθεσή της μόνο φυσικές χρωστικές ουσίες· αίμα, δάκρυα, ελπίδα, χαρά και πόνο.
  Στον τίτλο και στην κριτική αυτού του πίνακα θα καταλήξει ο καθένας μας ανάλογα με το πώς θα τον αντιληφθεί.  Πώς θα τον αισθανθεί άραγε η καρδιά και πώς θα τον επεξεργαστεί το μυαλό; Θα βρει στοιχεία που στολίζουν και τον δικό του πίνακα ζωής. Ίσως τη συμπονέσουν, ίσως χαρούν μαζί της, ίσως αναρωτηθούν, ίσως συγκρίνουν. Καθένας μας θα κάνει τη δικιά του μετάφραση χρησιμοποιώντας το δικό του ατομικό λεξικό και τη δική του οπτική για τη ζωή αναπλάθοντας με αυτόν τον τρόπο μια καινούρια ιστορία.



                                                          Σ Ο Φ Ι Α
                                                                 -1-
  Καθισμένη πάνω σε ένα μεγάλο άσπρο ξύλινο μπαούλο στερεωμένο καλά στο κατάστρωμα του πλοίου κρατούσε σφιχτά το χέρι της μητέρας της. Στα μουτράκια της διακρινόταν στεναχώρια και θυμός. Έβλεπε την ακτή να απομακρύνεται λες και είχε ρόδες, όπως αυτές που είχε το παιδικό καρότσι της όταν το κυλούσε στη μεγάλη κατηφόρα παίζοντας με τις φίλες της.
  Ένας χείμαρρος από γλυκές παιδικές αναμνήσεις - σχεδόν χθεσινές- κατέκλυσαν το μικρό, καστανομάλλικο κεφαλάκι της και την έκαναν να πονέσει. Γλυκές στιγμές, αθώες, πασπαλισμένες με τη ζάχαρη της γιαγιάς, με το άρωμα της κανέλλας που πλημμύριζε το στόμα της προσπαθώντας να χωρέσει τις μεγάλες χειροποίητες καραμέλες της. Κάθε τόσο τις έβγαζε πάνω στην παλάμη της, χάζευε το λαμπερό ρόδινο χρώμα τους και τις ξαναβουτούσε μέσα με ευχαρίστηση.
  Δυο διάφανες μικρές σταγόνες φάνηκαν στο κατώφλι των πράσινων ματιών της. Όμως πέταξαν ξαφνικά μακριά μαζί με τα άτακτα φτερουγίσματα των άσπρων γλάρων. Σαν δεινοί αλιείς βουτούσαν ορμητικά μέσα στους αφρούς των κυμάτων που σχημάτιζε το πλοίο στην πορεία του. Για λίγο ξέχασε τη θλίψη που  της προκαλούσε ο αποχωρισμός απ’ όλες εκείνες τις γλυκές και τρυφερές στιγμές που πρόλαβε να ζήσει στα πρώτα παιδικά της χρόνια. Παρατηρούσε τα πουλιά που έπεφταν με ορμή στο νερό ψαρεύοντας το φαγητό τους και φώναζε χαρούμενη χτυπώντας τα χέρια της σε κάθε βουτιά τους.
  Από τότε άρχισε να φαίνεται η δύναμη της θέλησής της. Την αισθανόταν μέσα της να φουσκώνει σαν ποτάμι και να φτάνει με δύναμη στα κατακόκκινα χείλη της· ακριβώς τη στιγμή που τα έβλεπε να ξεπετιούνται μέσα από τα κύματα θριαμβευτικά κρατώντας στο ράμφος τους τη λεία τους.
  Η καρδιά της Λήδας, της μητέρας της, σκίρτησε με τη χαρά της κόρης της. Τις τελευταίες ημέρες αγωνίστηκε πολύ για να της εξηγήσει τη βιασύνη του ταξιδιού. Το παιδικό μυαλουδάκι δύσκολα μπορούσε να δεχτεί αυτήν την ξαφνική μεταλλαγή στη ζωή της. Της ήταν αδύνατο να καταλάβει για ποιο λόγο δεν θα βρισκόταν στην τελευταία γιορτή του σχολείου της όπως όλοι οι συμμαθητές της, όσο και να της εξηγούσε η Λήδα.
  Όχι ότι μπορούσε να της μιλήσει για την πικρή αλήθεια που έβαψε ξαφνικά μαύρη τη ζωή τους μα η αντίδραση της Σοφίας ήταν πολύ έντονη. Της στοίχιζε πολύ να την βλέπει χωρίς το όμορφο, γεμάτο ζωντάνια χαμόγελό της, χωρίς τη λάμψη στα καταπράσινα μάτια της. Κι ο πόνος της γινόταν διπλός, αβάσταχτος. Ο Ορέστης, ο πατέρας της Σοφίας, στεκόταν όρθιος δίπλα τους. Κοίταζε τις γυναίκες της ζωής του και έσφιγγε τα δόντια. Έπρεπε να κρατήσει, να τα αντέξει όλα, γιατί ήταν ο προστάτης τους.
  Η ακτογραμμή είχε χαθεί πλέον από τα μάτια τους. Λίγα γκρίζα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται στον ουρανό θέλοντας να ταξιδέψουν μαζί τους. Ένας δυνατός αέρας ξεχύθηκε από τον ορίζοντα με άγριες διαθέσεις. «Σήκω, Σοφάκι μου, πρέπει να μπούμε μέσα», της είπε και την τράβηξε απαλά από το χέρι. Μπήκαν και οι τρεις τους στο σαλόνι του πλοίου. Αρκετοί ταξιδιώτες ήδη κάθονταν αναπαυτικά στα μικρά μπλε σαλόνια, περιεργαζόμενοι προσεκτικά τους νεοεισερχόμενους επιβάτες. Διάλεξαν κι εκείνοι ένα. «Κοντά στα παράθυρα, για να βλέπει η Σοφία τη θάλασσα», είπε η Λήδα στον Ορέστη.
  Το βλέμμα της φανέρωνε πολλή αγάπη και για τους δυο τους. Ήξερε βαθιά μέσα της -το ένιωθε- ότι το νήμα της ζωής της έφτανε στο τέλος. Δεν γνώριζε το πότε θα φαινόταν η άκρη του αλλά είχε μικρύνει επικίνδυνα. Έτρεφε βέβαια μια στερνή ελπίδα. Ίσως μπορούσε να δέσει την άκρη του με μια καινούρια από ένα υγιές, καλοτυλιγμένο κουβάρι. Μα θα άντεχε το δέσιμό του το βάρος των ήδη υπαρχόντων προβλημάτων; Αυτό της έτρωγε την ψυχή. Και δεν βασάνιζε μόνο τη Λήδα αλλά και τον Ορέστη που αισθανόταν ανήμπορος να κάνει κάτι για να την βοηθήσει.
  Μόλις έξι μήνες πριν ήταν, όταν η Λήδα, κάνοντας όνειρα για τη ζωή τους, είχε αποφασίσει μαζί με τον Ορέστη να χαρίσουν ένα αδελφάκι στη Σοφία. Και ακριβώς εκεί, μέσα στη χαρά του παραδείσου, φύτρωσε ένα τεράστιο, άσχημο αγκάθι. Απ’ όπου και να το έπιαναν για να το ξεριζώσουν τρυπούσαν τα χέρια τους. Οι αρχικές εξετάσεις ήδη φανέρωσαν τη σαρκοβόρα διάθεσή του. Κάθε ημέρα έχωνε τις ρίζες του όλο και πιο βαθιά. «Κακοήθες ογκίδιο» ήταν το αποτέλεσμα της βιοψίας.
  Με κοφτερά εργαλεία και μαχητική διάθεση έπεσαν με τα μούτρα να το ξεριζώσουν από τη ζωή τους. Με πολύ πόνο και κόπο αγωνίστηκαν και πίστεψαν ότι θα τα καταφέρουν, ότι δεν θα ξανάβλεπαν τα απαίσια και βρωμερά λουλούδια του που είχαν την αίσχιστη ικανότητα να καταστρέφουν ό, τι όμορφο πήγαινε να ανθίσει δίπλα τους.
  Ήταν οδυνηρή η καταστροφή που προξένησε το ξερίζωμα, μα δεν το ’βαλαν κάτω· ένας καινούργιος αγώνας δημιουργίας ξεκίνησε. Νέα φυτά τοποθετήθηκαν στη θέση των παλιών. Τα περιποιήθηκαν, τα πότισαν με πολλή αγάπη και περίμεναν με ανυπομονησία να ανθίσουν, να μοσχοβολήσουν, να ομορφύνουν τη ζωή. Μέρα με τη μέρα μεγάλωναν. Η Λήδα και ο Ορέστης καμάρωναν τις ελπίδες τους να ψηλώνουν και να βγάζουν φύλλα. Δεν θύμιζε τίποτα πλέον το προηγούμενο άσχημο τοπίο. Κάλυψε τα πάντα η επιθυμία για ζωή.
  Δύο ολόκληρους μήνες περίμεναν με αγωνία το πρωινό που γεμάτοι χαρά θα κόβανε τα πρώτα λουλούδια της προσπάθειάς τους. Μα κάτι δεν πήγαινε καλά! Τα λουλούδια ήταν εκεί· πανέμορφα και έτοιμα να μπούνε στο καλάθι της ελπίδας. Όταν όμως τα πλησίασαν, μια φρίκη τούς έκανε να κάνουν τρομαγμένοι ένα βήμα προς τα πίσω.
  Μια έντονη, απαίσια και γνωστή δυσωδία ήταν απλωμένη τριγύρω από την ομορφιά που αγωνιζόταν να ισορροπήσει πάνω στο τεντωμένο σχοινί. Έψαξαν απεγνωσμένα με τα μάτια τους, τα χέρια τους, τα πόδια τους να βρουν το κακό που ξανάρχιζε το καταστροφικό του έργο. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Όλη η ομορφιά τσαλαπατήθηκε, διαλύθηκε πέφτοντας θύμα της απεγνωσμένης αναζήτησης. Και εκεί, στη μέση του πουθενά, κάτω από λίγα - όρθια ακόμη- καταπράσινα φύλλα, φάνηκε η ύπουλη καταστροφή που αναζωπυρώθηκε για να αποτελειώσει το διαβολικό της έργο.
  Ένας καινούργιος πόλεμος, χημικός αυτή τη φορά, προτάθηκε από τους γιατρούς. Τελευταία τους ελπίδα. Αυτήν την ελπίδα βάδιζαν αυτή τη στιγμή καθισμένοι και οι τρεις τους στο σαλόνι του καραβιού που έπλεε προς Θεσσαλονίκη. Δεμένοι με τα σχοινιά της μοίρας που έτρεχε μπροστά σέρνοντάς τους άπονα πίσω της, σε κακοτράχαλους δρόμους, πληγώνοντάς τους βαθιά και στο κορμί και στην ψυχή.
  Η οικογένεια της Σοφίας Γαλανού δεν ανήκε στην εύπορη τάξη. Ο πατέρας της, ο Ορέστης Γαλανός, ήταν υπάλληλος σε μια ιδιωτική εταιρία της Χώρας, στο όμορφο νησί της Πάτμου. Η μητέρα της, η Λήδα,  διατηρούσε ένα μικρό εποχικό μαγαζί στη Χώρα με είδη λαϊκής τέχνης που απευθυνόταν κυρίως στους τουρίστες.
  Η καθημερινότητά τους ήταν ήρεμη και ξένοιαστη. Αυτή τη ζωή δεν ήθελε να της πάρουν η Σοφία. Δεν ήθελε να της κλέψουν τα γλυκά πρωινά της γιαγιάς Σοφίας, της μητέρας της Λήδας, που την είχε καλομαθημένη, χαϊδεμένη... Ήταν, βλέπετε, το μοναδικό της εγγόνι και της έκανε όλα τα χατίρια. Την έβαζε να κάθεται στο θρόνο του γαλάζιου παραδείσου. Έτσι αποκαλούσε η γιαγιά Σοφία την αυλή της, που ήταν γεμάτη με πολύχρωμα γεράνια, φουντωτούς βασιλικούς και με τα τσιμεντένια πεζούλια. Το ψηλότερο απ’ αυτά ήταν ο θρόνος που συνήθιζε να κάθεται η μικρή Σοφία και να αγναντεύει τη θάλασσα και τα καράβια που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι της Σκάλας. Εκεί άκουγε και τις ιστορίες της γιαγιάς. αληθινές ή ψεύτικες δεν είχε σημασία. Για τη Σοφία όλες ήταν παραμύθια που την ταξίδευαν μακριά. Μόνο που το πρώτο αληθινό ταξίδι της ήταν ένα κακό παραμύθι και μια ακόμη πιο πικρή πραγματικότητα.
  Ο ανελέητος αγώνας όλων αυτών των μηνών με τις ατέλειωτες επισκέψεις στα νοσοκομεία οδήγησαν την οικονομική τους κατάσταση σε τραγικό σημείο. Τα πενιχρά τους αποθέματα εξανεμίστηκαν πολύ γρήγορα. Και τώρα, η τελευταία τους ελπίδα, το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη και η επείγουσα εισαγωγή της Λήδας σε ένα εξειδικευμένο νοσοκομείο για το οποίο πήραν τις καλύτερες συστάσεις, κρεμόταν στην πολύ επώδυνη απόφαση να πουλήσουν τη μικρή μονοκατοικία τους στη Χώρα.
  Η Λήδα στην αρχή αντέδρασε. Ήταν η προίκα της Σοφίας και είχαν δουλέψει πολύ για να αποκτήσουν αυτό το σπίτι. Ο Ορέστης όμως ήταν ανένδοτος στην απόφασή του. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα δυσάρεστο κλίμα στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα. Την άμεση λύση την έδωσε η γιαγιά Σοφία που καμιά μάνα δεν θα ήθελε να είναι στη θέση της. Βλέποντας την κόρη της σε αυτή την τραγική θέση βρήκε τρόπο να την ηρεμήσει αφήνοντας το δικό της σπίτι στη μικρή Σοφία. Τη δική της τραγωδία η γιαγιά Σοφία δεν επέτρεψε ποτέ να εκδηλωθεί μπροστά στην κόρη της και πάντα της έδινε κουράγιο και ελπίδα. Μόνο όταν έμενε μόνη πότιζε με δάκρυα το μαντήλι της και προσευχόταν στο Θεό.
  Το σπίτι πουλήθηκε πολύ γρήγορα, αφού τους πίεζε αφάνταστα ο χρόνος. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί ένα μεγάλο μέρος της πραγματικής αξίας του, μα τίποτα δεν συγκρινόταν με την αξία της ζωής. Τις τελευταίες ημέρες προτού αναχωρήσουν για τον βορρά, μείνανε αναγκαστικά στο σπίτι της γιαγιάς. Πολλά πράγματά τους πουλήθηκαν, αλλά τα περισσότερα στριμώχτηκαν ασφυκτικά στο σπίτι της. Η μικρή Σοφία πανηγύριζε από χαρά που θα έμεναν στο γαλάζιο παράδεισο. Δεν μπορούσε βέβαια με τίποτα να φανταστεί ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες ημέρες που περνούσε στο νησί που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Μόνο την τελευταία ημέρα που μάζευαν τα πράγματά τους στις βαλίτσες, κατάλαβε ότι τα λόγια της μητέρας της, που αρνιόταν να δεχτεί μέσα της, έβγαιναν αληθινά.
  Η Λήδα βέβαια δεν της είπε όλη την αλήθεια-το πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση- γιατί ήθελε να εξαντλήσει και την έσχατη αχτίδα ελπίδας. Έτσι περιορίστηκε σε πολύ λίγα λόγια· ότι δηλαδή χρειαζόταν να κάνει κάποια θεραπεία για ένα διάστημα και μετά θα ξαναγύριζαν πίσω. Εκείνη με τα πράσινα ματάκια της και ένα βλέμμα ανιχνευτικό προσπαθούσε να δει πίσω από τα λόγια της μητέρας της, μα η Λήδα έκρυβε καλά το οδυνηρό μυστικό για χάρη της κόρης της, όπως ακριβώς έκανε -με το δικό της τρόπο βέβαια- και η δική της μητέρα κρύβοντας τον πόνο που της έτρωγε τα σωθικά.



                                                               -2-
  Η Σοφία ακούμπησε τους αγκώνες της πάνω στο στρόγγυλο πλαστικό τραπέζι και έχωσε μες στις παλάμες το πιγούνι της. Η Λήδα κοιτούσε με ενδιαφέρον την προσπάθεια της κόρης της να δημιουργήσει το δικό της παρατηρητήριο μπροστά στο μεγάλο παράθυρο του σαλονιού.
  Έξω ο καιρός είχε αγριέψει. Χοντρές σταγόνες βροχής άρχισαν να χτυπούν το τζάμι. Η θάλασσα πήρε ένα μολυβί χρώμα και τα αφρισμένα κύματα βάφανε με άσπρες πινελιές το μουντό καμβά. Μια κουρτίνα γκρίζας βροχής απλώθηκε από τη μια άκρη του παραθύρου έως την άλλη. Ποταμάκια μικρά ξεχύθηκαν στην εξωτερική πλευρά του τζαμιού που έχασε τη διαύγεια του και πήρε την όψη μιας παχύρρευστης ζελατίνης.
  Σαν τη γάτα που ερεθίζεται βλέποντας να περνά ένα ποντίκι μπροστά της, σηκώθηκε χαρούμενη από το παρατηρητήριό της και πλησίασε το παράθυρο παραμερίζοντας την γαλαζοκίτρινη κουρτίνα που φάνηκε να την ενοχλεί. Είχε βρει επιτέλους ένα παιχνίδι να εκτονώσει τη φουσκωμένη, παιδική ενεργητικότητά της.
  Με τα μάτια καρφωμένα στα ρυάκια που έτρεχαν ασταμάτητα σαν μικρά φιδάκια, πέρασε απρόσεκτα δίνοντας ένα σκούντημα στο τραπέζι. Η Λήδα άπλωσε βιαστικά το χέρι της για να προστατέψει ένα κουτάκι χυμό που ετοιμαζόταν να βουτήξει στη μπλε μοκέτα του σαλονιού.
«Πρόσεχε κορίτσι μου, δεν θα φύγει τίποτα, μη βιάζεσαι!», την επέπληξε γλυκά. Εκείνη ούτε που την άκουσε. Είχε ήδη φτάσει στο παράθυρο. Άπλωσε το δείκτη του δεξιού χεριού της και ακολουθώντας την καθοδική πορεία του νερού έπαιζε δημιουργώντας διάφορα σχέδια χάρη στην αστείρευτη φαντασία της.
  Ο Ορέστης έβαλε το χέρι του πάνω στους ώμους της Λήδας και την αγκάλιασε τρυφερά.
«Πήρες τηλέφωνο τη Μαρία;», την ρώτησε.
«Ναι, την ειδοποίησα. Μας περιμένει. Χρυσή η ξαδέλφη μου μα άτυχη στη ζωή της. Όσο κι αν αγαπούσε τα παιδιά δεν κατόρθωσε να κάνει οικογένεια. Τώρα ζει μόνη της παρέα με τη Λούσυ, ένα σκυλάκι... Αυτό είναι η μοναδική συντροφιά της».
«Ο καθένας με τις ατυχίες του Λήδα μου», της είπε αναστενάζοντας έχοντας κατά νου τις δικές τους πληγές.
  Η Σοφία γύρισε κοντά τους γκρινιάζοντας διαμαρτυρόμενη για το τέλος του παιχνιδιού της. Η βροχή σταμάτησε απότομα και τα ποταμάκια στέρεψαν από νερό σαν τις καυτές καλοκαιρινές ημέρες. Κάθισε στη θέση της απρόθυμα, ψάχνοντας τριγύρω της για κάτι άξιο της προσοχής της. Στο τέλος της εξερεύνησης κατέληξε σε ένα αγόρι, περίπου στη δικιά της ηλικία, που καθόταν με τους γονείς του στο διπλανό τραπέζι. Σηκώθηκε φουριόζα και άρχισε να ψάχνει μέσα στη τσάντα της Λήδας για το ηλεκτρονικό της παιχνίδι ξεφυσώντας και μουρμουρίζοντας. «Μην ψάχνεις άδικα. Είναι στη βαλίτσα που αφήσαμε στη καμπίνα», της εξήγησε η Λήδα κόβοντάς της τη φόρα.
  Στραβομουτσούνιασε, αλλά αποφάσισε να επιτεθεί χωρίς πυρομαχικά. Σηκώθηκε και πλησίασε το διπλανό τραπέζι. Η ματιά της άρπαξε γρήγορα το επιτραπέζιο παιχνίδι που ήταν αφημένο πάνω στο καναπεδάκι δίπλα στον πιτσιρικά της παρέας. Είχε βρει τον τρόπο επαφής. Ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης φάνηκε στα χείλη της, καθώς έσκυβε για να του προτείνει μερικούς γύρους. Οι ώρες κύλησαν σχετικά ήσυχα, μόνο κάποιες ιαχές νίκης ακούγονταν που και που από το πεδίο μάχης του επιτραπέζιου  παιχνιδιού.
  Ο Ορέστης και η Λήδα απορροφημένοι στη συζήτησή τους ούτε που κατάλαβαν ότι πλησίασε η ώρα του φαγητού. Η Σοφία, απ’ την άλλη, εξαντλημένη από τους αμέτρητους γύρους παιχνιδιού, τους το υπενθύμισε φανερά ευδιάθετη από το σκορ της. Το εστιατόριο του πλοίου ήταν γεμάτο την ώρα που πήγαν. Σκέφτηκαν να έρθουν αργότερα αλλά για καλή τους τύχη μόλις είχε αδειάσει ένα τραπέζι στο βάθος της τραπεζαρίας. Η Λήδα με τη Σοφία κάθισαν στο τραπέζι ενώ ο Ορέστης πήγε να ρίξει μια ματιά στα ταψιά με τα μαγειρευτά φαγητά, που ήταν παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο πίσω από το μακρύ μπουφέ.
  Οι μεγάλοι προτίμησαν κάτι ελαφρύ για βραδινό. Αντίθετα η Σοφία έβαλε μπροστά της ένα πιάτο μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα και μπόλικο τυρί και βάλθηκε να τα …ξαποστείλει στο στομάχι της. Το νέο σημείο αποστολής όμως δεν ήταν τόσο ευρύχωρο όσο την έκανε να πιστεύει η λαιμαργία της. Έφαγε λοιπόν αρκετά αλλά τα πιο πολλά τα άφησε να διακοσμούν το λευκό πιάτο φτιάχνοντας ροζ φωλιές.
  Όταν τελείωσαν το φαγητό τους και σηκώθηκαν να φύγουν, η νεαρή τράβηξε βιαστική προς το σαλόνι έχοντας άλλα κατά νου. Όμως ο Ορέστης της έκοψε τη φόρα πιάνοντάς την από το μπράτσο και της είπε «Η μαμά είναι αρκετά κουρασμένη για να καθίσουμε στο σαλόνι. Το ίδιο και συ νομίζω, μικρή μου». Την κοίταξε χαμογελώντας. «Καλύτερα να πάμε στη καμπίνα μας», της επέβαλε ευγενικά.
  Τα μάτια της στράφηκαν στη μητέρα της και με ύφος υπάκουου κουταβιού έπιασε το χέρι της. Η ταλαιπωρημένη υγεία της Λήδας εξάλλου δεν της έδινε και πολλές αντοχές. Τελικά, το γλυκό νανούρισμα από το γουργουρητό των αεικίνητων μηχανών τούς βύθισε γρήγορα σε ένα ζωοδότη ύπνο.
  Αρκετές ώρες μετά ο βαθύς ήχος της κόρνας του πλοίου διέκοψε το ρυθμικό δούλεμά τους και τον ανήσυχο, όπως αποδείχτηκε, ύπνο του Ορέστη. Παραμέρισε λίγο το κουρτινάκι για να δει έξω. Οι σταγόνες της θάλασσας στην εξωτερική πλευρά του παραθύρου τον εμπόδιζαν να δει καθαρά. Η ημέρα δεν είχε χαράξει ακόμη. Το πυκνό σκοτάδι και τα λίγα φώτα μακριά στην ακτογραμμή ήταν όλα κι όλα αυτά που έβλεπε. Ο ήχος που άκουσε όμως δεν τον γελούσε. Ήταν η πρώτη ειδοποίηση ότι πιάνανε λιμάνι. Ακούμπησε ελαφριά τη Λήδα στην πλάτη.
  «Λήδα, πρέπει να φτάνουμε», της ψιθύρισε. Εκείνη άνοιξε λίγο τα μάτια της. Το γλυκό φως της λάμπας πάνω στο μικρό κομοδίνο δημιουργούσε μια γαλήνια ατμόσφαιρα.
«Αν μπορούσα, θα ήθελα να μη σηκωθώ όλο το πρωινό», του είπε φανερά ξεκούραστη και τέντωσε τα χέρια της προς τον ψευδότοιχο της καμπίνας. Εκείνος γονάτισε δίπλα στην κουκέτα της και την αγκάλιασε τρυφερά και της είπε σιγανά.
«Το ξέρω καλή μου. Έχεις όμως λίγο χρόνο ακόμη... Απόλαυσέ τον!»
  Δεν ήθελε να ξυπνήσει ακόμη τη Σοφία. Η ζωντάνια της ήταν εκρηκτική πολλές φορές και η Λήδα χρειαζόταν ηρεμία όσο ποτέ άλλοτε. Όμως ο δεύτερος βρυχηθμός του μεγάλου κήτους που τους κουβαλούσε στην κοιλιά του, τους εξανάγκασε να του δώσουν τη δέουσα προσοχή.
  «Κορίτσια τέρμα τα χουζούρια», είπε δήθεν αυστηρά ο Ορέστης στη μαμά και στην κόρη που έκαναν αγκαλίτσες στο κρεβάτι της Λήδας. Χαιρόταν κάθε στιγμή που τις έβλεπε αγκαλιασμένες. Φοβόταν τόσο τη στιγμή που θα ήταν αναγκασμένες να αποχωριστεί η μία την άλλη. Τον έπιανε τρέλα όταν το σκεφτόταν, γιατί το σκεφτόταν και αυτό ο Ορέστης. Έπρεπε να είναι έτοιμος ακόμα και για τη χειρότερη εξέλιξη. Οι γιατροί ήταν φειδωλοί στις προβλέψεις τους. Δεν πολυσυζητούσαν αυτήν την εκδοχή με τη γυναίκα του αλλά και οι δύο μέσα τους γνώριζαν το έβλεπε ο ένας στα μάτια του άλλου.
Σελίδες: 389
Κατηγορία: Μυθιστόρημα
Έκδοση: 21  Αυγούστου 2017
ISBN GR: 978-618-82989-6-5

Tιμή Λιανικής: 14 ευρώ

0 σχόλια:

ΓΕΥΣΗ ΣΑΡΚΑΣ

Ο ΔΟΓΗΣ

Ο ΔΟΓΗΣ

ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ... ΞΕΣΠΑΣΕ Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ... ΞΕΣΠΑΣΕ Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ

ΣΙΩΠΗΛΑ ΒΗΜΑΤΑ

ΣΙΩΠΗΛΑ ΒΗΜΑΤΑ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΤΕ ΣΑΝΤ Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΤΕ ΣΑΝΤ Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
ΦΩΤΗΣ ΚΑΤΣΙΜΠΟΥΡΗΣ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΤΕ ΣΑΝΤ Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΤΕ ΣΑΝΤ Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
ΦΩΤΗΣ ΚΑΤΣΙΜΠΟΥΡΗΣ

ΟΥΤΕ ΚΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΞΕΡΕΙ

ΟΥΤΕ ΚΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΞΕΡΕΙ
ΜΑΚΗ ΓΙΟΚΑΡΙΝΗ

ΣΠΗΛΑΙΟ...ΠΟΙΗΣΗ

ΣΠΗΛΑΙΟ...ΠΟΙΗΣΗ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Δ. ΣΠΗΛΙΩΤΗ

ΦΘΗΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΦΘΗΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΙΩΛΗΣ

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ

ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ Ε

ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ Ε

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

UNDER THS SHADOW OF ATHOS

UNDER THS SHADOW OF ATHOS

ΣΤΗ ΒΙΚΟΧΩΡΑ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΗΛΙΟ

ΣΤΗ ΒΙΚΟΧΩΡΑ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΗΛΙΟ

UNDER THS SHADOW OF ATHOS

UNDER THS SHADOW OF ATHOS

ΚΑΤΩ ΑΠ΄ΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΘΩ

ΚΑΤΩ ΑΠ΄ΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΘΩ

ΤΟ ΓΝΕΨΙΜΟ

ΤΟ ΓΝΕΨΙΜΟ

ΤΣΑΙ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟ

ΤΣΑΙ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟ

ΕΝΑ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

ΕΝΑ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

ΚΑΤΩ ΑΠ΄ΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΘΩ

ΚΑΤΩ ΑΠ΄ΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΘΩ

UNDER THS SHADOW OF ATHOS

UNDER THS SHADOW OF ATHOS

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ

ΙΔΕΩΝ ΛΥΚΑΥΓΕΣ

ΙΔΕΩΝ ΛΥΚΑΥΓΕΣ

ΨΥΧΩΝ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ

ΨΥΧΩΝ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ

8 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΕ ΜΠΟΥΚΑΛΙΑ

8 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΕ ΜΠΟΥΚΑΛΙΑ