ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ,
Βιβλιοπωλείο Ιανός- Αθήνα & Θεσσαλονίκη☎️ 210- 3217917 ΙΑΝΟΣ 2310276447 Αριστοτέλους
Βιβλιοπωλείο Πολιτεία ( Ασκληπιού 1-3 ) - Αθήνα
☎️ 210-360 0235
Τζανακάκης ( Χαρ. Τρικούπη 11) - Αθήνα ☎️21 0381 1201
Βιβλιοπωλείο Πατάκης ( Εμμανουήλ Μπενάκη 16)
☎️2103831078
Βιβλιοπωλείο Ευριπίδης ( Ανδρέα Παπανδρέου 11 )- Χαλάνδρι
☎️ 210-680 064
Βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία ( Γραβιάς 5) ☎️210-3801591
Διαβάστε ΕΔΩ: Τα 2 πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος Κάτω απ' τη σκιά του Άθω, Valoteli, Εκδ. ΑΕΝΑΟΝ
(Μυθιστόρημα)
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ ΤΟΥ ΒΙΚΤΩΡΑ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Άλλο ένα ταξίδι άρχιζε για τον Βίκτωρα Κυριακόπουλο. Κοίταξε το ρολόι· του είχε πάει 14:30. Ήταν μια απόφαση που την πήρε μετά από πολύ σκέψη, όπως και όλες του τις αποφάσεις τα τελευταία χρόνια. Από την πιο ασήμαντη, όπως τι χρώμα να βάψει τους τοίχους του σπιτιού του, μέχρι την πιο σοβαρή, όπως αν ο έντονος πόνος που ένιωθε στην πλάτη τον τελευταίο καιρό θα έπρεπε να τον οδηγήσει γρήγορα σε ένα γιατρό.
Μπορούσε να σκέφτεται όλες τις πιθανές εκδοχές ενός ζητήματος προς λύση για μέρες, ακόμη και στον ύπνο του. Όταν, όμως, κατέληγε σε μια απόφαση, δεν έκανε πίσω. Ένιωθε την ασφάλεια και τη σιγουριά ότι έπραττε το σωστό. Δεν είχε ψευδαισθήσεις. Ήξερε πολύ καλά ότι όλη αυτή η διαδικασία άγγιζε, αν όχι ξεπερνούσε, τα όρια της φυσιολογικής ανησυχίας του ανθρώπου για κάθε του απόφαση. Όμως, αυτός ο παραλογισμός, που ήταν επίκτητος, κερδισμένος μέσα από πολλά χρόνια αγώνα επιβίωσης, ήταν αυτό που τον ξεχώριζε από το πλήθος. Ήταν το παράσημό του και η επιβράβευσή του, αυτή η απολαυστική αίσθηση ασφάλειας, αυτή η παραγνωρισμένη αίσθηση, που του έδινε τη δυνατότητα να δημιουργεί.
Το ταξίδι πίσω στην Ελλάδα, ύστερα από δέκα περίπου χρόνια, δεν του ήταν και πολύ ευχάριστο -έπρεπε να το ομολογήσει. Παρόλο που η απόφασή του ήταν συνειδητή και καλοζυγισμένη, παρόλο που το επαγγελματικό του πλάνο είχε φτιαχτεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, μια εσώτερη ανησυχία κυριαρχούσε πάνω σε κάθε αίσθημα σιγουριάς που πάντα συνόδευε τα ταξίδια του. Είχε να πατήσει το πόδι του σε ελληνικό έδαφος από τότε που ήρθε για την κηδεία του πατέρα του. Δεν θυμόταν και πολλά από εκείνες τις μέρες. Μια θολούρα παραμόρφωνε τις εικόνες που είχε, οι ήχοι μελαγχολικοί, πένθιμοι. Δεν είχε αντέξει και πολύ. Μόλις τακτοποίησε τα διαδικαστικά, έφυγε τρέχοντας, με την εικόνα της μαυροφορεμένης μάνας και της σαλεμένης θείας να τον αποχαιρετάνε στην εξώπορτα.
Δεν θέλησε να ξαναγυρίσει, ούτε καν για αυτές. Μιλούσαν συχνά στο τηλέφωνο, αλλά η φυσική του απουσία ήταν εδώ και χρόνια δεδομένη για αυτές. Δεν παραπονιόντουσαν ποτέ. Με έναν ανεξήγητο για εκείνον τρόπο, καταλάβαιναν. Ούτε και τώρα θα τις έβλεπε. Σε δύο ώρες περίπου θα έφτανε στο αεροδρόμιο της Αθήνας και θα έμενε εκεί μέχρι την ώρα να πάρει την εσωτερική πτήση για Σκιάθο. Υπολόγιζε ότι κατά τις 9 το βράδυ θα βρίσκονταν ήδη στο νησί.
Έγειρε το κεφάλι του πίσω στο στήριγμα της θέσης και έστρεψε το βλέμμα στη θέα από το παράθυρο. Θα ανταποκρίνονταν το νησί στις απαιτήσεις του; Σκόπευε να μείνει όσο χρειάζονταν, αρκεί να πετύχαινε αυτό που πάντα έψαχνε στη δουλειά του: να κατορθώσει να εμβαθύνει στην ιδιοσυγκρασία του τόπου και να φέρει στην επιφάνεια πτυχές του που κανείς ποτέ δεν φώτισε ως τώρα. Κοιτώντας τον χάρτη της Ελλάδας, πολύ πριν αποφασίσει για το μέρος, είχε νιώσει μεγάλη σύγχυση. Εξαιρώντας τις μεγάλες πόλεις, που για εκείνον ήταν ακατάλληλες για το έργο του, κυρίως λόγω της ταχύτητας που απαιτεί η ζωή σ’ αυτές, βρέθηκε μπροστά σε άπειρα μέρη που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τον σκοπό του. Ποιο ήταν αυτό το μέρος που θα του έδινε την ευκαιρία να δείξει το ταλέντο του και κατά συνέπεια να του αποδώσει μια αδρή αμοιβή;
Η απάντηση ήρθε από μόνη της ένα απόγευμα που τακτοποιούσε τη βιβλιοθήκη του. Εκεί στο πάνω ράφι, που άγγιζε σχεδόν το ταβάνι, βρίσκονταν το βιβλίο που είχε φέρει μαζί του όταν πρωτοπάτησε το πόδι του στο Λονδίνο. Η Φόνισσα! Το νησί του Παπαδιαμάντη θα ήταν ο προορισμός του. Θυμόταν όταν το διάβαζε πόσο εντύπωση του είχαν κάνει οι περιγραφές των τοπίων στο νησί, το ιδιαίτερο χρώμα της φύσης και των ανθρώπων. Δεν ήταν τυχαίο που το βιβλίο έστεκε εκεί τόσα χρόνια, σιωπηλό μα παντοδύναμο. Εκείνη τη μέρα του έδειξε τον δρόμο και αμέσως άρχισαν στο μυαλό του οι προετοιμασίες και οι προσδοκίες αυτής της νέας πρόκλησης.
Θα πρέπει να κοιμόταν βαθιά όταν ένιωσε ένα ελαφρύ τράνταγμα στον ώμο. Ενστικτωδώς κοίταξε το ρολόι του: 5:30. Είχαν φτάσει στην Αθήνα. Έξω από το παράθυρο είδε ένα αραιό σκοτάδι διάστικτο με φώτα κάθε είδους. Του έφεραν ζάλη. Στο αεροδρόμιο επικρατούσε η αναμενόμενη οχλοβοή. Τακτοποίησε τη βαλίτσα του και κάθισε για έναν καφέ στο πιο απόμακρο τραπεζάκι που υπήρχε. Τον τελευταίο καιρό ο θόρυβος ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του -τον ένιωθε να εισβάλει στο κρανίο του και να μολύνει τις σκέψεις και τη λογική του. Πόσο αγαπούσε τη σιωπή! Σε στιγμές σιωπής μπορούσε να ακούει τον εαυτό του καθαρά, αυτή την εσωτερική φωνή που μιλάει τις αλήθειες και δείχνει τον δρόμο. Μέσα στον θόρυβο την έχανε, έσβηνε σαν σπίρτο στον άνεμο και ήταν σαν ένα κομμάτι του εαυτού του να λιποθυμούσε.
«Γερνάς άσχημα», του έλεγαν γελώντας οι γνωστοί και οι συνεργάτες του, όταν αρνιόταν να τους ακολουθήσει στα μέρη με την εκκωφαντική μουσική ή στα πολυπληθή πολυκαταστήματα. Όσο κι αν προσπάθησε, κανείς δεν έδειχνε να συμμερίζεται το βάσανό του ή να καταλαβαίνει τον αγώνα που έδινε να υπάρξει σε τέτοια περιβάλλοντα. Ήταν για αυτόν τεράστιες αίθουσες αναμονής, όπως αυτή που κάθονταν τώρα. Το να αυτοσαρκάζεται ήταν ο τρόπος του να αποκρούει κακόβουλα σχόλια. «Εμείς οι μεσήλικες αναπτύσσουμε πολλές φοβίες. Θορυβοφοβία. Αυτό πρέπει να έχω τελευταία», απαντούσε χαμογελώντας «αν υπάρχει αυτός ο όρος».
Του άρεσε να αναπαράγει στο μυαλό του τέτοιες συζητήσεις. Σχεδόν όλοι του οι γνωστοί και συνεργάτες ήταν συνομήλικοί του πάνω - κάτω, πενηντάρηδες και επιτυχημένοι, με συζύγους, παιδιά, ιδιόκτητα σπίτια και ικανοποιητικούς λογαριασμούς στην τράπεζα. Βαριόταν κάποιες φορές να τους συναναστρέφεται, όμως είχε ανάγκη την κοινωνική επαφή, όπως κάθε αγελαίο είδος. Ο πόνος στην πλάτη επέστρεψε πιο έντονος. Άλλαξε στάση στην καρέκλα, μα δεν έδειχνε να ηρεμεί, όπως άλλες φορές. «Ίσως είναι ο καιρός», σκέφτηκε. «Κρύο και υγρασία είναι εκρηκτικός συνδυασμός».
Κοίταξε έξω από τη τζαμαρία. Σε λίγο θα έφευγε η πτήση του για το νησί. Δεν διέκρινε ουρανό, μόνο ένα μαύρο πράγμα και την αντανάκλασή του στο τζάμι. «Έκανα καλά άραγε που έρχομαι καταχείμωνο, μέσα Φεβρουαρίου;», αναρωτήθηκε με την ίδια ανησυχία. Ήξερε όμως την απάντηση. Σε λίγο ακούστηκε η ανακοίνωση για επιβίβαση της πτήσης του. Σηκώθηκε αργά, προσπαθώντας να αγνοήσει τον πόνο.
Το νησί ήταν σκοτεινό, σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Το ταξί τον άφησε στον δρόμο του λιμανιού, όπου ευελπιστούσε να βρει κατάλυμα για το βράδυ. Αύριο θα έψαχνε για ένα κανονικό σπίτι. Φυσούσε ένας μανιασμένος βοριάς που του πάγωσε το πρόσωπο. Έσφιξε το παλτό πάνω του και κατευθύνθηκε στο πρώτο ξενοδοχείο που είδε μπροστά του. Ούτε καν άνοιξε τη βαλίτσα του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, όπως ήταν, με τα ρούχα. Έπρεπε να το παραδεχτεί. Δεν είχε πια τις αντοχές του παρελθόντος.
Έκλεισε τα μάτια και άφησε το σώμα του να χαλαρώσει μέσα στη ζέστη του δωματίου. «Τι υπέροχο πράγμα η ζέστη», σκέφτηκε χαμογελώντας σχεδόν, «η ζέστη που απλώνεται στα κόκαλα μετά από μια κουραστική μέρα». Πρέπει να κοιμήθηκε για λίγο, μα δεν ήταν σίγουρος, αυτή η κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, όπου έχεις συνείδηση, σκέφτεσαι και θυμάσαι, μα δεν έχεις τον απόλυτο έλεγχο πάνω στις σκέψεις σου. Εκεί, σ’ αυτές τις στιγμές, επικοινωνούσε με τον βαθύτερο εαυτό του, άκουγε τις ανησυχίες του και τις χαρές, έβρισκε τις ιδέες που τροφοδοτούσαν τη δουλειά του. Ξεπετάγονταν από το πουθενά και έδιναν τη λύση εκεί που πίστευε πως δεν υπήρχε.
Αυτές οι στιγμές της αρμονικής συνύπαρξης με τον εαυτό του ήταν το πιο πολύτιμο κατόρθωμά του μέχρι τώρα, στην ηλικία των 52 χρόνων που διένυε. Δεν είχε να επιδείξει πολλά –σχεδόν τίποτα, αν ήθελε να είναι ειλικρινής– από τα κοινωνικά αποδεκτά επιτεύγματα. Δεν είχε παντρευτεί, ούτε είχε κάνει παιδιά. Ένας μεσήλικος εργένης –έτσι περίμενε ότι θα τον χαρακτήριζαν οι κάτοικοι του νησιού, περιμένοντας να μάθουν το γιατί. Το «γιατί όχι;» θα του κέρδιζε ένα ωραιότατο ή και περισσότερα επίθετα: μυστήριος ή σαλεμένος ή ιδιότροπος ή οτιδήποτε εκτιμούσε ο καθένας.
Αυτό που θα τους μπέρδευε ήταν το παρουσιαστικό του. Ο Βίκτωρας Κυριακόπουλος ήταν ένας γοητευτικός μεσήλικας, ψηλόλιγνος με σκούρα επιδερμίδα, μαύρα διαπεραστικά μάτια και μαύρα σπαστά μαλλιά που έφταναν μέχρι τους ώμους του. Συνήθως τα μάζευε πίσω και σπάνια φορούσε οτιδήποτε άλλο εκτός από τζιν και αθλητικά παπούτσια. Η δουλειά του, εξάλλου, δεν απαιτούσε να σκέφτεται το ντύσιμο και την εμφάνιση. Θυμόταν συχνά πόσο ανόητος υπήρξε όταν θεώρησε ότι οι οικονομικές σπουδές ήταν η κλίση του. Λάτρευε τα μαθηματικά, αλλά όταν ξεκίνησαν τα μαθήματα στη σχολή, σύντομα έχασε κάθε ενδιαφέρον. Πώς να έκανε πίσω; Οι γονείς του είχαν ξοδέψει και προϋπολογίσει ένα σωρό λεφτά για να τον στείλουν στην Αγγλία, ελπίζοντας ο γιος τους να γίνει οικονομολόγος.
Δεν το άντεξε πολύ. Στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Αθήνα, οπλισμένος με κουράγιο και αποφασιστικότητα, τους δήλωσε ότι θα έφευγε από τη σχολή. Βουβοί οι γονείς του τον κοιτούσαν αμήχανοι, περιμένοντας τη συνέχεια που δεν άργησε. «Θα είμαι δυστυχισμένος αν δεν κάνω κάτι που τουλάχιστον να με ικανοποιεί», συνέχισε, αποφεύγοντας όσο μπορούσε τα βλέμματά τους. «Δεν μπορώ όλους αυτούς τους αριθμούς, με τρελαίνουν. Θέλω να κάνω κάτι δημιουργικό, κάτι που να με ενθουσιάζει», σταμάτησε περιμένοντας μια αντίδραση. Όμως, εκείνοι συνέχιζαν σιωπηλοί περιμένοντας υπομονετικά την κατάληξη όλου αυτού του λογύδριου. «Ξέρετε τι έλεγε ο μέγας Κομφούκιος; Βρες μια δουλειά που να σου αρέσει και δεν θα χρειαστεί να δουλέψεις ούτε μια μέρα!», συμπλήρωσε θριαμβευτικά. Τους κοίταξε και αναθάρρησε. Είδε μια μικρή αναλαμπή στο βλέμμα τους –δεν θα χρειαζόταν να μαλώσει μαζί τους τελικά. «Μετά από πολλή σκέψη, κατέληξα ότι θέλω να ασχοληθώ με τη φωτογραφία. Είναι κάτι που ανέκαθεν μου άρεσε πολύ και στο Λονδίνο υπάρχουν πολλές αξιόλογες σχολές, όπου μπορώ να σπουδάσω και να τελειοποιήσω τις γνώσεις μου. Αυτό θα ήθελα να κάνω», ξεφύσησε ανακουφισμένος.
Πόσο ανακουφισμένος ένιωθε και τώρα και όλη αυτή τη ζωή από εκείνη τη στιγμή μέχρι σήμερα! Σκέφτηκε τον εαυτό του με κουστούμι, γραβάτα και χαρτοφύλακα να ανεβαίνει στο γραφείο του το πρωί και να φεύγει τη νύχτα, ύστερα από μια τρελή μέρα γεμάτη αριθμούς, τηλέφωνα και ανυπαρξία. Ένιωσε τυχερός. Εκείνη ήταν η πιο σημαντική απόφαση της ζωής του και, παρά το νεαρό της ηλικίας του, η φωνή μέσα του τον είχε οδηγήσει σωστά. Από τότε σπάνια την αγνοούσε.
Ανασηκώθηκε και αποφάσισε να βγει σε αναζήτηση τροφής. Όλο και κάποιο εστιατόριο ή ταβέρνα θα ήταν ανοιχτή μέχρι αργά στο νησί. Ίσως και να έβρισκε πληροφορίες για κανένα σπίτι προς ενοικίαση. Έπρεπε γρήγορα να τακτοποιηθεί για να ξεκινήσει δουλειά. Γέλασε με τον εαυτό του και τον ενθουσιασμό που ένιωθε κάθε φορά που ξεκινούσε κάτι καινούργιο. «Σαν να μην πέρασε μια μέρα», σκέφτηκε πικρά, κουμπώνοντας το παλτό καθώς έβγαινε στον δρόμο. «Πώς πέρασαν τόσα χρόνια! Χτες μόλις έμπαινα στη Σχολή Καλών Τεχνών με ένα τεράστιο χαμόγελο και μια καρδιά να σπαρταράει!». Είδε μπροστά του τελικά ένα εστιατόριο και μπήκε. Είχε επιθυμήσει όσο τίποτα το ελληνικό φαγητό.
Η «Πανδαισία» ήταν άδεια. Μόνο ένα ζευγάρι κάθονταν στο πίσω τραπέζι προς την κουζίνα και συζητούσαν έντονα. Ξαφνιάστηκαν μόλις τον είδαν να μπαίνει και η κουβέντα τους κόπηκε μαχαίρι.
«Μόλις ήρθα στο νησί από το Λονδίνο. Υπάρχει περίπτωση να έμεινε λίγο φαγητό στην κουζίνα για έναν πεινασμένο οδοιπόρο;», αστειεύτηκε. Το ζευγάρι σηκώθηκε.
«Καλησπέρα. Είμαι ο Λουκάς Σκαληνός και από ‘δω η γυναίκα μου, η Κατερίνα. Δεν μας έχουν μείνει και πολλά πράγματα, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα καταφέρουμε να ετοιμάσουμε κάτι που να σας αρέσει».
Χάθηκαν πίσω στην κουζίνα, αλλά σύντομα εκείνος γύρισε με ένα δίσκο, ποτήρια και ένα μπουκάλι κρασί.
«Δεν σας πειράζει να σας κάνουμε παρέα; Δεν είναι σωστό να τρώει κανείς μόνος του», είπε και κάθισε.
Πώς να εξηγήσεις σ’ ένα τέτοιο άνθρωπο ότι ήθελες να φας μόνος, χωρίς να μιλάς, χωρίς να προσπαθείς να γίνεις αρεστός; Ο Βίκτωρας σκυθρώπιασε. Ήθελε μόνο να χορτάσει, να απολαύσει το φαγητό του και να μη μιλήσει καθόλου. Ο Λουκάς, όμως, είχε ήδη αρχίσει τις ερωτήσεις.
«Πώς και στο νησί μας χειμωνιάτικα; Εδώ σπάνια βλέπουμε επισκέπτες τέτοιον καιρό. Για δουλειές σίγουρα ήρθατε από την άλλη άκρη του κόσμου».
Ο Βίκτωρας κράτησε τη γουλιά με το κρασί για λίγο ακόμα στο στόμα του και μετά κατάπιε.
«Για δουλειές φυσικά», είπε άχρωμα «είμαι φωτογράφος και ήρθα να αποτυπώσω το νησί σας με το φακό μου».
«Λάθος καιρό διαλέξατε μάλλον», αντέτεινε ο άλλος «το νησί είναι πανέμορφο το καλοκαίρι».
Ο Βίκτωρας κράτησε το στόμα κλειστό. Αν δεν πεινούσε τόσο, θα έφευγε αμέσως. Πώς τολμούσε αυτός ο άνθρωπος να έχει άποψη για τη δουλειά του; Τον εξόργιζαν αυτές οι συμπεριφορές. Όλοι έχουν μια άποψη και πεθαίνουν να την εκφράσουν, ακόμα και όταν δεν τους ζητηθεί. Στα νεανικά του χρόνια δεν δίσταζε να εμπλακεί σε αντιπαραθέσεις, όπου υποστήριζε με πάθος αυτά που πίστευε. Αν ήταν όπως τότε, θα ανταπαντούσε:
«Η ομορφιά είναι υποκειμενική. Ίσως ένα άγριο τοπίο είναι για μένα πιο ελκυστικό από μια ηλιόλουστη αμμουδιά. Εξάλλου οι φωτογραφίες μου δεν είναι για τουριστικό περιοδικό. Στοχεύουν στην τέχνη».
Όμως τώρα τα πράγματα ήταν αλλιώς. Είχε αποδεχτεί τη ματαιότητα να προσπαθεί να πείσει ένα μέσο μυαλό, μια μέση αντίληψη, ότι η δημιουργία δεν εμπίπτει στους κανόνες της μετριότητας. Τώρα πια επέλεγε τη σιωπή και τη γαλήνη που αυτή του πρόσφερε.
Το φαγητό ήταν θεσπέσιο. Αφέθηκε σ’ αυτήν τη μαγική ηδονή, αγνοώντας τους συνδαιτυμόνες του. Η φωνή του Λουκά συνέχιζε στα αφτιά του συρτή, μονότονη και δυνατή. Του επαινούσε τις μαγειρικές ικανότητες της γυναίκας του, μα εκείνη κοίταζε τον Βίκτωρα επίμονα. Ήταν ένας πολύ γοητευτικός άντρας. Σίγουρα κάθε γυναίκα θα ήθελε να μάθει περισσότερα για αυτόν. Απέπνεε ένα μυστήριο, πράγμα που πάντα κέντριζε τη γυναικεία περιέργεια.
«Η Κατερίνα είναι σπουδαγμένη μαγείρισσα. Τελείωσε από τους πρώτους τη Σχολή Σεφ τότε στη Θεσσαλονίκη», καμάρωσε ο Λουκάς. «Τώρα επιβλέπει απλά το μενού της ημέρας. Είσαι τυχερός που τρως από τα χεράκια της».
«Πράγματι ήταν από τα ωραιότερα φαγητά που δοκίμασα ποτέ», παραδέχτηκε ο Βίκτωρας «αλλά, πάλι, ίσως να είναι και η συντροφιά σας που έκανε το δείπνο μου τόσο απολαυστικό».
Είδε τη λάμψη της ευχαρίστησης στα μάτια τους. Πόσο εύκολο είναι να κάνεις τους ανθρώπους υποχωρητικούς και ευχαριστημένους! Λίγη ευγένεια και φιλικότητα τους κάνει εύπλαστους, όπως η ζέστη το κερί.
«Ξέρετε κανένα σπίτι να νοικιάζεται; Ψάχνω κάτι λίγο έξω από την πόλη για να μπορώ να έχω ησυχία, όταν χρειάζεται».
«Τέτοια εποχή παντού είναι ήσυχα», είπε αναστενάζοντας η Κατερίνα. «Το καλοκαίρι μόνο συναντάμε κόσμο και νιώθουμε να επιστρέφουμε στον πολιτισμό».
«Ίσως να χρειαστεί να μείνω μέχρι τότε. Δεν το ξέρω, γι’ αυτό χρειάζομαι ένα μέρος παντός καιρού», εξήγησε εκείνος κάπως δυσαρεστημένος.
Το να δίνει λεπτομέρειες και εξηγήσεις ήταν το χειρότερό του. Ένιωθε μια ανελευθερία, ένα είδος απολογίας που έπρεπε να δώσει. Το μισούσε αυτό και την κοίταξε ανάλογα.
«Στης κυρά Γραμματικής να πας τότε», υποχώρησε εκείνη. «Μπορεί να σε πάει ο Λουκάς αύριο το πρωί. Είναι στον περιφερειακό, αρκετά έξω από το κέντρο, αλλά και σχετικά κοντά αν χρειαστείς κάτι. Έχει ένα δίπατο. Αυτή μένει από κάτω και νοικιάζει το πάνω. Είναι χήρα και όσο μπορούμε τη στηρίζουμε», είπε και σιώπησε.
Κάτι σ’ αυτόν τον άντρα την ενοχλούσε τελικά.
Η βραδιά τελείωσε ήρεμα. Περπάτησε λίγο στην παραλιακή, αλλά το τσουχτερό κρύο τον οδήγησε γρήγορα στο ξενοδοχείο. Ο ύπνος του ήταν γεμάτος ανήσυχα όνειρα, παράξενα τοπία και αγωνία. Δεν ξεκουράστηκε πραγματικά. Όταν άνοιξε τα μάτια του, το ρολόι έδειχνε 8:30.
«Πρέπει να απαλλαγώ κάποια στιγμή απ’ αυτόν τον δυνάστη» ήταν η πρώτη του σκέψη. Ανεξάρτητα από τη δυσθυμία του, όμως, ετοιμάστηκε γρήγορα και κατέβηκε για τον πρωινό καφέ. Ο Λουκάς ήταν ήδη εκεί και τον περίμενε, φρέσκος, με καλή διάθεση και σίγουρα με έναν καλό ύπνο πίσω του.
«Πώς είναι δυνατόν κάποιοι άνθρωποι να κοιμούνται ατάραχοι παρόλα τα προβλήματα που μπορεί να έχουν;», αναρωτήθηκε. Ήταν κάτι που θαύμαζε και ζήλευε πολύ.
«Πώς ξημέρωσες, Βίκτωρα;», ρώτησε από συνήθεια ο Λουκάς με ένα χαμόγελο.
«Με κυνηγούσαν όλο το βράδυ, φίλε», είπε εκείνος, διασκεδάζοντας όσο μπορούσε την κατάστασή του.
« Ίσως ήταν η αλλαγή κλίματος. Θα ηρεμήσεις τις επόμενες μέρες. Θα δεις», είπε με σιγουριά ο Λουκάς.
«Μπα! Μάλλον δεν έχω ήσυχη συνείδηση».
Σε μισή ώρα ξεκίνησαν μέσα σε ένα ηλιόλουστο πρωινό που έκανε τη θάλασσα να λαμπυρίζει. Σε ξεγελούσε η εικόνα, όμως γρήγορα η επίθεση του κρύου σε συνέφερε. Όπως και να ‘χε, ήταν μια υπέροχη μέρα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΙΜΟΥΛΗ
Η κυρά Γραμματική κάθονταν, όπως κάθε μέρα τώρα τον χειμώνα, κοντά στην μπαλκονόπορτα. Ξυπνούσε νωρίς, όταν ήταν νύχτα ακόμα, κατά τις 6. Δεν αγάπησε ποτέ το σκοτάδι –ακόμα και την ώρα που κοιμόταν, ένα φωτάκι έκαιγε πάντα σε μια γωνιά του δωματίου της. Σαν χάραζε, ένιωθε μέσα της κάτι να αναπτερώνεται, να αναγεννιέται, το ίδιο αίσθημα κάθε ξημέρωμα των σχεδόν ογδόντα χρόνων της. Έτσι και σήμερα κάθισε πίσω από το τζάμι να δει τη νέα μέρα να έρχεται, τη ζωή να της γνέφει ότι ήταν εδώ και το σκοτάδι να διαλύεται πίσω στον ορίζοντα. Αυτός ο ουρανός δεν θα άλλαζε ποτέ για την κυρά Γραμματική. Μπορούσε να τον περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια σε κάθε εποχή και κάθε ώρα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν η μόνη ασχολία που την έκανε να σηκώνεται το πρωί. «Πώς κατάφερα να ζήσω μετά τον χαμό τους;», αναρωτιόταν συχνά. «Ποια δύναμη είναι αυτή με κρατάει ζωντανή;»
Κοίταξε ψηλά. Ο ήλιος θα έβγαινε λαμπρός σήμερα -εκεί πίσω από το λοφάκι θα σήκωνε την ομίχλη και τις σκιές. Πάνε πάνω από εξήντα χρόνια που ήρθε στο νησί, κοριτσάκι ακόμα τότε. Θυμόταν σαν τώρα τη στιγμή που το καράβι από τον Βόλο στάθηκε σε απόσταση από το νησί και ένα βαρκάκι τους μετέφερε στη στεριά. Ήξερε ακόμα και τότε πως δύσκολα θα έφευγε ποτέ από εδώ. Τον άντρα της δεν τον ήξερε πριν παντρευτεί. Κάπου την είχε δει και ήρθε να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Με τα λεφτά της προίκας της, εκείνος έκρινε ότι η κοινή τους ζωή θα έπρεπε να αρχίσει στη Σκιάθο. «Μια μέρα τα ελληνικά νησιά θα έχουν μεγάλη ανάπτυξη», έλεγε, προσπαθώντας να πείσει τα πεθερικά του. «Εκεί θα έχουμε σίγουρη δουλειά και είναι πολύ κοντά στον Βόλο. Αν κάτι πάει στραβά, μπορούμε πάντα να επιστρέψουμε». Δεν θα επέστρεφαν ποτέ. Αγόρασαν ένα οικόπεδο έξω από το χωριό, γιατί τα χρήματα ήταν λίγα και έχτισαν το σπίτι τους σχεδόν με τα ίδια τους τα χέρια. Στη διάρκεια των χρόνων έκαναν φυσικά προσθήκες και βελτιώσεις, αλλά στην αρχή ήταν μόνο ένα δωμάτιο και μια κουζίνα. Αυτό ήταν το ξεκίνημά τους, μαζί με ένα μικρό μπακάλικο που άνοιξαν κάτω στο χωριό. Ο άντρας της δούλευε σε διάφορες δουλειές, όπου έβρισκε, και ουσιαστικά η Γραμματική κρατούσε το μαγαζί. Ήταν ικανή και δουλευταρού, όταν, όμως, ήρθε το πρώτο παιδί, μαζί του ήρθε και η πεθερά για να τους βοηθήσει.
Ούτε κι εκείνη ξανάφυγε, όμως, όσο έμεινε –κοντά τριάντα χρόνια– ήταν κάθε στιγμή παρούσα, κυρίαρχη στο χώρο και τον χρόνο τους, γεμάτη που δεν στερήθηκε τον γιο της, μα εκδικητική απέναντι στη νύφη της, με την οποία έπρεπε να τον μοιράζεται. Η Γραμματική έδωσε όλες τις μάχες που της ανατέθηκαν χωρίς δισταγμό, μα τα ωραία χρόνια πέρασαν μέσα σε αντιπαλότητες, μούτρα και πικρά λόγια. Αυτά την έπλασαν, την πότισαν και τελικά την χαρακτήρισαν.
«Πόσο μακριά είναι τώρα όλα αυτά!», αναστέναξε και έσκυψε το κεφάλι. Κοίταξε τα χέρια της. Ταλαιπωρημένα και ζαρωμένα μαρτυρούσαν τα χρόνια δουλειάς και τα χρόνια φθοράς. Έπλεξε τα δάχτυλα μεταξύ τους κι ένιωσε την υφή του δέρματός της. Ήταν σαν χαρτί, η απαλότητα είχε χαθεί προ πολλού. Θυμήθηκε το δέρμα του γιου της όταν τον γέννησε, την τρυφερότητα και τη μυρωδιά του όταν τον πρωτάγγιξε, τη γλυκύτητα που είχε πλημμυρίσει όλο της το είναι, τη δύναμη που γεννήθηκε μέσα της να τα βάλει με θεούς και δαίμονες για να τον προστατεύσει. Δυστυχώς, τα άλλα δύο παιδιά που γέννησε δεν ήταν τόσο τυχερά. Το αγόρι πέθανε λίγο μετά που το έφερε στη ζωή και το κορίτσι έφυγε από πνευμονία στα δυο της χρόνια. Από μέσα της δεν έφυγαν ποτέ και ο πόνος του χαμού τους ήταν πάντα εκεί, μουδιασμένος μεν, αλλά εκεί.
Αναστενάζοντας σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα, όταν είδε δύο άντρες να έρχονται προς το σπίτι της. Τον έναν τον ήξερε –είχε το εστιατόριο στην παραλιακή– ο άλλος, όμως, ήταν ξένος. «Τι να θέλουν πρωινιάτικα;», σκέφτηκε, πηγαίνοντας να ανοίξει την πόρτα. Δεν της άρεσαν οι επισκέψεις, ούτε οι κοινωνικές συναναστροφές. Στη γειτονιά το ήξεραν καλά και πήγαιναν μόνο όταν υπήρχε πραγματική ανάγκη. Το καλοκαίρι, που νοίκιαζε τον πάνω όροφο σε τουρίστες, δεν την πολύ-ένοιαζε, γιατί έρχονταν και έφευγαν χωρίς να παρεμβαίνουν. Άσε που η γλώσσα ήταν μεγάλο εμπόδιο ή προνόμιο, όπως έλεγε.
«Καλημέρα, κυρά Γραμματική», μπήκε γελαστός ο Λουκάς. «Σου φέρνω νοικάρη. Από ‘δω ο Βίκτωρας».
Εκείνος χαιρέτησε με το κεφάλι και με μια απλή καλημέρα.
«Να σας ψήσω καφέ;», προέτρεξε εκείνη μην περιμένοντας απάντηση.
Πώς να κάνεις κουβέντα χωρίς καφέ, πώς να γεμίσεις τα κενά που αφήνουν τα λόγια, πώς να πάρεις τον χρόνο σου για να σκεφτείς το ναι ή το όχι; Σε πέντε λεπτά οι καφέδες με το νερό βρίσκονταν μπροστά τους αχνιστοί και μυρωδάτοι, πάνω στο κεντημένο τραπεζομάντηλο με τα κόκκινα λουλούδια.
«Ποιος άνεμος σε φέρνει στο νησί μας, λοιπόν;»
Ο Βίκτωρας αναδεύτηκε στην καρέκλα του, ήπιε λίγο καφέ για να αγοράσει χρόνο και εξήγησε απρόθυμα για άλλη μια φορά τον άνεμο που τον έφερνε στη Σκιάθο. «Πόσες φορές ακόμα θα χρειαστεί να εξηγηθώ και να περιγράψω τον εαυτό μου;», αναρωτήθηκε σοβαρά.
«Ωραίο καιρό βρήκες», σχολίασε η γριά και τον κοίταξε με τα μικρά, γαλανά, διαπεραστικά της μάτια.
Ευτυχώς, ο Λουκάς συμπλήρωνε τα κενά, όταν εκείνος αργούσε να αποκριθεί. Ο καφές τελικά ήταν μεγάλος σωτήρας, όπως επίσης και το τσιγάρο. Άναψε ένα, μη ζητώντας καν άδεια. Κανείς τους δεν φάνηκε να ενοχλήθηκε.
«Είναι καλή δουλειά αυτή που κάνεις;», επέμεινε η γριά. «Βγάζεις καλά λεφτά;»
«Επιτέλους μια καλή ερώτηση», σκέφτηκε ο Βίκτωρας πριν απαντήσει.
«Εξαρτάται από τις φωτογραφίες και τα κείμενα», είπε σοβαρά, κοιτώντας την. «Μέχρι τώρα μου έχουν εξασφαλίσει μια άνετη ζωή. Έτσι, μπορώ να έρχομαι στη Σκιάθο και να μείνω όσο θέλω, μέχρι να τελειώσει αυτό που φαντάζομαι».
«Και ποιος είναι το αφεντικό σου;», επέμεινε η γριά συνεχίζοντας να τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια.
«Τώρα πια ο εαυτός μου», είπε, και βλέποντας ότι εκείνη δεν ικανοποιήθηκε πρόσθεσε
«Φτιάχνω τη δουλειά μου και την πουλάω σε όποιον την εκτιμήσει αρκετά ώστε να πληρώσει αρκετά», καυχήθηκε σε απλά λόγια.
«Κάλλιο αργά παρά ποτέ», σχολίασε ψυχρά εκείνη. «Μερικοί δεν γίνονται ποτέ αφεντικά του εαυτού τους μέχρι να πεθάνουν».
Το σχόλιό της τον άφησε άναυδο. Μέσα από αυτό το συρρικνωμένο, ζαρωμένο σώμα βγήκε μια τέτοια, πανίσχυρη αλήθεια. Αυτή η γυναίκα ήταν η πρώτη ένδειξη ότι σωστά είχε έρθει στη Σκιάθο και ότι εκείνη θα ήταν ίσως η πρώτη φωτογραφία που θα τραβούσε: οι ρυτίδες του προσώπου που έσβηναν μπροστά στη δύναμη αυτών των ματιών. Έπρεπε να μάθει την ιστορία της.
«Θέλεις να δεις το σπίτι;», είπε ξαφνικά. «Τα κλειδιά είναι πάνω στην πόρτα».
Εκτελώντας την οδηγία της, σηκώθηκε αμέσως, αφήνοντας τους δυο τους κάτω. Ανέβηκε τα σκαλιά και βρέθηκε στη μοναδική πόρτα που υπήρχε εκεί. Το διαμέρισμα ήταν κανονικό σπίτι, δεν θύμιζε καθόλου τουριστικό κατάλυμα. Οι πορτοκαλί κουρτίνες τράβηξαν αμέσως το βλέμμα του. Οι ακτίνες του ήλιου πάνω τους φώτιζαν τον χώρο μαγικά. Στην κρεβατοκάμαρα δέσποζε ένα διπλό, σιδερένιο κρεβάτι και η μπαλκονόπορτα έβγαζε σε μια βεράντα που έβλεπε όλο το νησί μέχρι κάτω τη θάλασσα. Δεν χρειάστηκε να δει περισσότερα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κατέβηκε τα σκαλιά.
«Μου κάνει», πρόλαβε την ερώτηση του Λουκά και, γυρίζοντας προς το μέρος της γριάς, είπε «Θα φέρω τα πράγματά μου σήμερα. Σκέψου το ενοίκιο και πες μου. Δεν ξέρω μέχρι πότε θα μείνω».
Εκείνη έμεινε σιωπηλή, ακόμα κι όταν σηκώθηκαν να φύγουν. Στην πόρτα μόνο είπε:
«Στην αυλή υπάρχει ένα παλιό ποδήλατο –ήταν του γιου μου. Αν σε ενδιαφέρει, μπορείς να το συνεφέρεις και να κυκλοφορείς μ’ αυτό».
Ο Βίκτωρας την κοίταξε με έκπληξη. Αυτή η γριά γυναίκα έδειξε από την αρχή ότι δεν τον συμπάθησε, αν και καταλάβαινε ότι δεν ήταν κάτι προσωπικό. Δεν πρέπει γενικά να έδειχνε συμπάθεια στους ανθρώπους. Από την άλλη, δέχτηκε χωρίς όρους να του νοικιάσει το σπίτι της και του παραχώρησε και το ποδήλατο του γιου της. Η μαυροφορεμένη της φιγούρα να στέκεται στο κατώφλι της πόρτας γράφτηκε στο μυαλό του.
_____________________________________________________________________
Επέστρεψε στο καινούργιο του σπίτι σε λιγότερο από μια ώρα. Ο Λουκάς τον αποχαιρέτησε στο δρόμο φωνάζοντας «Έλα από το καφενείο το βραδάκι να γνωρίσεις και τους άλλους». Του απάντησε κουνώντας το χέρι και ανέβασε τη βαλίτσα και το σακίδιο με τις κάμερες και τον φορητό υπολογιστή του πάνω στο σπίτι. Αυτό το σακίδιο δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Μέσα ήταν όλα του τα σύνεργα, ό,τι χρειάζονταν για να παίρνουν υπόσταση οι ιδέες του, όλος του ο κόσμος. Το άνοιξε, έβγαλε τη μηχανή του και κατέβηκε μέχρι την αυλή, ψάχνοντας με το βλέμμα παντού τριγύρω.
Το ποδήλατο ήταν κρυμμένο –ή μάλλον παραπεταμένο σε μια γωνιά, πίσω από κάτι κούτσουρα. Έκανε χώρο και το τράβηξε μπροστά. Ήταν άθλιο, με το κάποτε γαλάζιο χρώμα του σκουριασμένο, τη σέλα σκεβρωμένη από την έκθεση στον ήλιο και τη βροχή, τα λάστιχα σκασμένα και κομμένα, το τιμόνι στραβό! Άθλιο, μα τόσο εκφραστικό. Εστίασε τον φακό ψάχνοντας για το σωστό κάδρο και μετά από λίγα δευτερόλεπτα …κλικ. Η εικόνα του ποδηλάτου απαθανατίστηκε στην οθόνη της μηχανής του ακριβώς όπως τη θέλησε. Ήδη το κείμενο υπήρχε έτοιμο στο νου του για το βράδυ, όταν θα την ξαναέβλεπε μεγαλύτερη στον υπολογιστή. Το πρώτο βήμα του έργου του είχε γίνει.
Η γριά όλη εκείνη την ώρα τον παρακολουθούσε από το παράθυρό της. Δεν έβλεπε τίποτα το αξιόλογο στο παλιό ποδήλατο που να αξίζει να ξοδέψει κάποιος χρόνο για αυτό και να το φωτογραφίζει. «Αυτός ο Βίκτωρας νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος», σκέφτηκε χαμογελώντας ειρωνικά. Άνοιξε το τζάμι και του φώναξε:
«Το φαγητό είναι έτοιμο. Έλα πριν κρυώσει».
Στο τραπέζι είδε το πιο λιτό γεύμα που πρέπει να υπήρξε. Δυο πιάτα φασολάδα και κάμποσες φέτες ψωμί. Παρ’ όλα αυτά δεν αρνήθηκε –η μυρωδιά ήταν υπέροχη κι εκείνος πεινούσε σαν λύκος. Δεν μίλησαν παρά μόνο αφού τα πιάτα άδειασαν.
«Μη νομίσεις ότι έχω κανένα καημό με το ποδήλατο του γιου μου και στο χαρίζω. Για μένα είναι σκέτα παλιοσίδερα», είπε, σηκώνοντας το τραπέζι.
«Πόσα χρόνια ζεις μόνη σου;» δεν άντεξε να μη ρωτήσει εκείνος.
«Όλη μου τη ζωή, μα έτσι όπως το εννοείς μόνο είκοσι. Εσύ;»
«Περίπου όσο και εσύ, δηλαδή την περισσότερη ζωή μου», προσπάθησε να αστειευτεί, αλλά ακούστηκε άσχημα.
«Ο γιος μου κι ο πατέρας του βγήκαν από τον δρόμο μια μέρα σαν σήμερα. Οδηγούσε βιαστικά, ο δρόμος ήταν παγωμένος κι έτσι βρέθηκαν στον γκρεμό», είπε ξαφνικά εκείνη.
Ο Βίκτωρας έσκυψε το κεφάλι, άπλωσε το χέρι να πιάσει τα τσιγάρα του, να καλύψει τη σιωπή που έπεσε, να μη χρειαστεί να σχολιάσει, να μην τη λυπηθεί.
«Μη στεναχωριέσαι για μένα», πρόφτασε εκείνη «πάνε τόσα χρόνια πια που δεν νιώθω τίποτα. Μερικές φορές είναι σαν να μην τα έζησα εγώ, μα κάποια άλλη, κάπου αλλού, σε μια άλλη ζωή».
«Ο χρόνος τα γιατρεύει όλα», απάντησε κλισαρισμένα εκείνος, φυσώντας ένα σύννεφο καπνού προς το ταβάνι.
«Δεν είναι ο χρόνος που το κάνει αυτό, ανόητε», θύμωσε τώρα η γριά «δεν είναι ο χρόνος, είναι ο πόνος».
Την κοίταξε σοκαρισμένος για άλλη μια φορά. Από πού έβγαινε αυτός ο άλλος εαυτός; Πού ήταν κρυμμένος;
«Ο πολύς πόνος μοιάζει αβάσταχτος, αλλά δεν είναι. Πίστεψέ με. Μόλις τον δεχτείς, παύεις πια να τον νιώθεις», περιέγραψε απλά η γριά.
«Ή μπορεί να τον συνηθίζεις», σχολίασε καυστικά εκείνος.
«Σταμάτα να κάνεις τον έξυπνο. Είμαι σίγουρη ότι αυτά τα σχόλια θα έφεραν πολλές γυναίκες δίπλα σου. Όμως, κοίτα, είσαι μόνος. Δεν είναι ικανά να κρατήσουν κανέναν», έριξε τα βέλη της η γριά χαμογελώντας.
Αυτός ο τύπος την έκανε να βγάζει τον κακό της εαυτό. Δεν τον συμπάθησε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Είχε το ύφος που έχουν όλοι με τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ήθελε να περνάει για κοσμοπολίτης και πουλούσε ύφος ότι έκανε επάγγελμα την τέχνη. «Κουραφέξαλα», σκέφτηκε. Είχε φτιάξει μια εικόνα για τον εαυτό του και ζούσε μέσα από αυτήν. Εκείνη δεν τον είχε ανάγκη. Θα του έλεγε τη γνώμη της κι αν του άρεσε.
«Είμαι μόνος κατ’ επιλογήν, το κατάλαβες κυρά Γραμματική; Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αξιοποιήσουν αυτό τους το δικαίωμα. Το διάλεξα κι έτσι μου αρέσει να ζω».
«Καλά. Μπορείς να το νομίζεις, αν σου αρέσει», έκλεισε το θέμα η γριά εκεί.
Εκείνος, όμως, δεν ήταν διατεθειμένος να της χαριστεί. Τον προκαλούσε και ήθελε να ανταποδώσει, ήθελε να την πείσει ότι ήταν διαφορετικός, με άλλες ιδέες και πιστεύω για τη ζωή. «Γιατί να με νοιάζει;», άκουσε μια φωνή πίσω στο μυαλό του, μη δίνοντάς της, όμως, σημασία.
«Καταλαβαίνω ότι έχεις υποφέρει πολύ», είπε συγκαταβατικά, μην περιμένοντας καθόλου την αντίδραση της γριάς.
Τον πλησίασε σε απόσταση εκατοστών, στύλωσε το βλέμμα στα μάτια του και είπε:
«Μισώ τη συμπάθειά σου. Έρχεται από πολύ σκοτεινά ένστικτα. Δεν τη θέλω και δεν τη χρειάστηκα ποτέ».
Είδε τα μάτια της να γυαλίζουν μυστήρια. Η γριά δεν ήταν εύκολος συνομιλητής και είχε πολλά ακόμα να πει μαζί της. Τεντώθηκε στην καρέκλα για να μειώσει λίγο τον πόνο στην πλάτη και σηκώθηκε. Ήξερε πως ήταν περιττό να την ευχαριστήσει για το μεσημεριανό. Σίγουρα δεν θα της άρεσαν αυτά τα τυπικά. Ανέβηκε τα σκαλιά κι έπεσε στο κρεβάτι.
«Ο χρόνος δεν διακόπτεται. Τα πετάλια του σε πάνε μόνο μπροστά, όσο μεγάλη κι αν είναι η βούλησή σου να τα κινήσεις προς τα πίσω, να διορθώσεις την πορεία σου. Άπληστος, καταβροχθίζει συνεχώς, αέναα –χωρίς να επιστρέφει τίποτα».
Διάβασε άλλη μια φορά το κείμενο που θα συνόδευε τη φωτογραφία με το παλιό ποδήλατο. Την κοίταξε καλύτερα. Έδειχνε ακόμη τραγικότερη τώρα που την έβλεπε σε πλήρη ανάπτυξη στην οθόνη του υπολογιστή του. Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που τον τράβηξε σ’ αυτό το αντικείμενο. Πάντα ανέκρινε τον εαυτό του για τα κίνητρα των επιλογών του και πάντα οι απαντήσεις έρχονταν αβίαστα. Το ποδήλατο στο νου αντιπροσώπευε την παιδική του ηλικία, εκείνο τον καιρό της αθωότητας προς τον οποίο συχνά στρέφουμε το βλέμμα με νοσταλγία σ’ όλη την πορεία της ζωής που μας μένει ακόμη να ζήσουμε. Συμπλήρωσε το κείμενο:
«Πρόλαβες να ζήσεις; Του έκλεψες έστω κι ένα μικρό κομμάτι απ’ αυτά που σου πήρε; Μείνε στη γέρικη σέλα του δικού σου ποδηλάτου μέχρι το τέλος. Σφίξε γερά το τιμόνι κι απόλαυσε το άλμα πάνω από τον γκρεμό. Μην του αφήσεις καμία χαρά».
Πόσες φορές στο παρελθόν τον είχαν κατακρίνει για κείμενα σαν αυτό! Ήταν αλήθεια ότι κάποιες φωτογραφίες δεν χρειάζονταν καν περιγραφή. Ήταν απλά απόλυτα τέλειες. Όμως, για τον Βίκτωρα Κυριακόπουλο η πένα και ο φακός ήταν τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα που δεν υπήρχαν αυτόνομα. Οι λέξεις τού ήταν εύκολες, αγαπούσε να βρίσκει τον λόγο μέσα στις εικόνες, γι’ αυτό και τα κείμενά του δεν ήθελε να περιγράφουν τη φωτογραφία. Έλεγε: «Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά βλακώδες. Μια φωτογραφία που καταφέρνει να φυλακίσει τη στιγμή, δεν χρειάζεται λόγια». Χρειάζονταν λόγια, όμως, για το συναίσθημα που γεννούσε μέσα του και ήθελε παθιασμένα να το βάλει σε λέξεις. Αυτό ήταν τελικά που τον καθιέρωσε επαγγελματικά και αποτέλεσε πρωτοπορία στον χώρο της φωτογραφίας. Ένιωθε περήφανος για αυτό, αλλά θα το έκανε έστω κι αν δεν έβγαζε φράγκο.
Έσωσε τη φωτογραφία με το κείμενο κι έκλεισε τον υπολογιστή. Το ταξίδι του άρχισε σήμερα στην πραγματικότητα. Ένιωθε δημιουργικός, ενθουσιασμένος, γεμάτος ενέργεια και σε καλή διάθεση. Πήρε το σακίδιο και ξεκίνησε για το καφενείο στο λιμάνι. Σήμερα θα μπορούσε να γνωρίσει κι άλλο κόσμο, να δείξει το κοινωνικό του πρόσωπο και να περάσει ένα ευχάριστο βράδυ. Βγαίνοντας σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Ήταν η τέλεια στιγμή της ημέρας στον κόσμο. «Το φωτεινό σκοτάδι ή το σκοτεινό φως» όπως έλεγε ο Ντα Βίντσι. Η στιγμή που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα, όπου όλα σου μοιάζουν πιθανά, όχι για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αλλά γιατί απλά νιώθεις τη θέση σου μέσα σ’ αυτό το σύμπαν. Χαμογέλασε ευτυχής, σήκωσε τον γιακά του τζάκετ του κι άρχισε να περπατάει ζωηρά προς την πόλη. Το βλέμμα του αγκάλιασε πέρα ως πέρα αυτόν τον θεσπέσιο ουρανό του λυκόφωτος.
«Πίστεψα πως δεν θα ‘ρθεις τελικά, φίλε. Έλα, κάθισε» τον προϋπάντησε η γελαστή μορφή του Λουκά πριν καλά - καλά κλείσει την πόρτα του καφενείου πίσω του. «Έλα να γνωρίσεις εδώ την παλιοπαρέα» κι έκανε τις συστάσεις σε χρόνο μηδέν.
Ο Βίκτωρας είδε διάφορα βλέμματα κι έσφιξε αρκετά χέρια, όμως δεν κατέγραψε κανέναν ιδιαίτερα, εκτός ίσως από τον ηλικιωμένο που καθόταν μόνος του σ’ ένα τραπεζάκι στο πίσω μέρος. Το πρόσωπό του ήταν χαραγμένο από τον χρόνο, μα το χέρι του έσφιξε το δικό του δυνατά.
«Να σε κεράσω καφέ;», ρώτησε ο Λουκάς κι έκανε νεύμα στον καφετζή χωρίς να περιμένει απάντηση. «Λοιπόν, τακτοποιήθηκες στης κυρά Γραμματικής; Όλα καλά;»
«Μια χαρά, Λουκά. Βρήκα και μέσο μετακίνησης. Μου παραχώρησε ένα σαράβαλο ποδήλατο», είπε γελώντας.
«Πρέπει να σε συμπάθησε η γριά για να σου το δώσει. Αυτή δεν δίνει ούτε του αγγέλου της νερό», σχολίασε ένας νεαρός παρά δίπλα, αλλά δεν θυμόταν το όνομά του. «Είναι λίγο παράξενη, ξέρεις. Μην τη συνερίζεσαι. Πέρασε πολλά και τα τελευταία χρόνια έγινε στριφνή», συνέχισε.
«Δεν πειράζει, εγώ ίσως είμαι πιο παράξενος», αστειεύτηκε ο Βίκτωρας. «Πώς πάνε τα πράγματα εδώ στο νησί;», ρώτησε, αλλάζοντας συζήτηση.
«Δεν τα μαθαίνετε τα χάλια μας εκεί στο εξωτερικό; Πάμε από το κακό στο χειρότερο. Εδώ στο νησί, όπως πάντα, περιμένουμε το καλοκαίρι για να δούμε άσπρη μέρα», σχολίασε ένας άλλος.
«Τρεις μήνες για να βγάλουμε τους εννιά», πετάχτηκε ο γέρος του πίσω τραπεζιού. «Το ‘χεις ακούσει αυτό πουθενά αλλού εσύ που είσαι και κοσμογυρισμένος;»
«Και τι να κάνουμε, μπάρμπα Δήμο;», πρόλαβε ο καφετζής «ευτυχώς να λέμε που το νησί μας έχει ομορφιές που τραβάνε τους τουρίστες. Αλλιώς, θα ερήμωνε ο τόπος».
Εκείνος δεν απάντησε, μάλλον ήταν ο τρόπος του να μη μιλάει όταν δεν ήθελε. Ο Βίκτωρας τον κοίταξε επίμονα, αλλά εκείνος ούτε που τον πρόσεξε. Είχε βυθιστεί σε κάποιες σκέψεις δικές του και αγνόησε την υπόλοιπη συζήτηση. Κανείς τους δεν ξαφνιάστηκε ή δεν απόρησε.
«Εδώ που μας έφτασαν οι πολιτικοί, πρέπει να δράσουμε από μόνοι μας. Δεν είναι να τους έχεις καμία εμπιστοσύνη πια», είπε ένας άλλος οργισμένα.
«Μήπως κι εμείς δεν έχουμε ευθύνες; Τόσα χρόνια ζούσαμε με δανεικά, πάνω από τις δυνάμεις μας. Τώρα μας κακοφαίνεται, αλλά είναι αργά», ανταπάντησε ο διπλανός του.
«Ο κόσμος έχει τη μικρότερη ευθύνη, φίλε μου. Ο αρχηγός του κοπαδιού έχει την ευθύνη για το πού πάει το κοπάδι. Δεν μπορεί να ζητάει τα ρέστα όταν ο δρόμος που διάλεξε οδηγεί στον γκρεμό. Τι λες κι εσύ, Βίκτωρα, που είσαι και μορφωμένος;»
«Μόλις μας είπες πρόβατα ή δεν το κατάλαβα καλά;», προσπάθησε για λίγο χιούμορ εκείνος, αλλά δεν πέρασε, γιατί ο άλλος χίμηξε αμέσως.
«Το πρόβατο μπορεί να γίνει λύκος, αν είναι ο καιρός σωστός», είπε.
Ο Βίκτωρας απέφυγε την πρόκληση. Δεν ήθελε καθόλου να εμπλακεί σε συζήτηση για τα πολιτικά. Είχε τις απόψεις του, αλλά τις κρατούσε για τον εαυτό του. Δεν ήθελε να χαλάσει την καλή του διάθεση σε πράγματα και θεωρίες, να νευριάσει μ’ αυτήν την άσκοπη αντιπαράθεση απόψεων και αναλύσεων, όπου ο καθένας έλεγε τη γνώμη του και επέμενε σ’ αυτήν. Κουβέντα καφενείου! Όλοι ήθελαν να ακουστούν, αλλά κανένας να ακούσει. Δεν είχε κανένα λόγο να ανακατευτεί σ’ αυτό το πανηγύρι. Άκουσε τα πάντα σ’ αυτό το δίωρο περίπου που έμεινε στο καφενείο –όλες τις θεωρίες συνομωσίας, ιδίως την παγκόσμια κατά των Ελλήνων. Σ’ αυτό τον συρφετό μπλέχτηκαν ιστορία, θρησκεία και λεφτά. Γέλασε από μέσα του. Δεν ήταν πάντα αυτά τα θέματα που απασχολούσαν τον άνθρωπο από τότε που απόκτησε μια αξιοπρεπή υπόσταση; Ίσως να έλειπε ο έρωτας, μα στην αποψινή συζήτηση δεν είχε χώρο. Σίγουρα θα κατείχε τη μερίδα του λέοντος τις περισσότερες φορές.
«Πού θα βρω τίποτα πληροφορίες για το νησί, Λουκά;», ρώτησε χαμηλόφωνα για να μην προσβάλει κανέναν.
«Θα πας εδώ στο ταξιδιωτικό πρακτορείο στη γωνία Παπαδιαμάντη και παραλιακής. Θα σου δώσουν χάρτες και θα σου πουν για διαδρομές που μπορείς να κάνεις».
Σηκώθηκε αφήνοντας έκπληκτους όλους τους υπόλοιπους. Εδώ φεύγουν όταν κλείσει η συζήτηση ή όταν βαρεθούν να μιλάνε. Τον κοίταξαν λίγο εχθρικά και κατάλαβε ότι κάτι έπρεπε να πει για να δικαιολογηθεί.
«Ευχαριστώ για την παρέα, μα πρέπει να φύγω. Δεν έχω καν ανοίξει τις βαλίτσες μου και είμαι ακόμα κουρασμένος από το ταξίδι. Καλό βράδυ και τα λέμε αύριο».
Ήταν ο χειρότερος λόγος που έβγαλε ποτέ. Δεν καταλάβαινε, γιατί είχε έρθει σ’ αυτήν την αμήχανη θέση να απολογηθεί. Με τον τρόπο τους αυτοί οι τύποι τον είχαν βάλει στη θέση που μισούσε –να εξηγεί τον εαυτό του. Την επόμενη φορά δεν θα το άφηνε να συμβεί. Θα άκουγαν αυτό που είχε να πει και αυτό που πίστευε.
Βγήκε στον καθαρό αέρα κι άφησε τις σκέψεις να φύγουν πίσω του. Περπάτησε την παραλιακή μέχρι όσο πήγαινε εισπνέοντας τη θάλασσα και αφέθηκε στη μοναξιά του. Αυτή η γαλήνη ήρθε και κάθισε μέσα του, γνώριμη φίλη χρόνων, καταλάγιασε τον θυμό του κι έδωσε χώρο στα ωραία πράγματα να αναδυθούν και να τον κατακλύσουν. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού ανάλαφρος και ξέγνοιαστος. Το φως έκαιγε στο δωμάτιο της κυρά Γραμματικής. Δεν στάθηκε στιγμή. Ανέβηκε τα σκαλιά και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕΝΑΟΝ
Συγγραφέας: Val O' Teli
Τίτλος Βιβλίου: Κάτω απ' τη σκιά του Άθω
Σελίδες: 658 GR
Σελίδες: 556 ENG
Κατηγορία: Μυθιστόρημα
Έκδοση:16 Ιουνίου 2017
ISBN GR: 978-618-82989-5-8
ISBN ENG: 978-618-82989-7-2
Tιμή Λιανικής: Από 16 ευρώ 10,00 ισχύει για περιορισμένο αριθμό αντιτύπων
Κυκλοφορεί στα Ελληνικά με τον τίτλο Κάτω απ΄τη σκιά του Άθω
και στα Αγγλικά Under the shadow of Athos
Για παραγγελίες καλέστε στα 215-5016693 & 215-5016697
Στείλτε μαιλ στο: ekdoseisaenaon@gmail.com
Κάντε την παραγγελία σας στο πλησιέστερο σας βιβλιοπωλείο
Συνεργαζόμενα βιβλιοπωλεία:
Βιβλιοπωλείο Πολιτεία ( Ασκληπιού 1-3 ) - Αθήνα
☎️ 210-360 0235
Τζανακάκης ( Χαρ. Τρικούπη 11) - Αθήνα ☎️21 0381 1201
Βιβλιοπωλείο Πατάκης ( Εμμανουήλ Μπενάκη 16)
☎️2103831078
Βιβλιοπωλείο Ευριπίδης ( Ανδρέα Παπανδρέου 11 )- Χαλάνδρι
☎️ 210-680 064
Βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία ( Γραβιάς 5) ☎️210-3801591
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ Γεροκωστοπούλου 31, ΠΑΤΡΑ 2610278727
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ 2310226190 Νίκης 3, Λιμάνι
0 σχόλια: