ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ,
Διαβάστε ΕΔΩ το 1ο κεφάλαιο του νέου μας μυθιστορήματος Μη με ξεχάσεις σ' αγαπώ
16 Αυγούστου 2016
Ζέστη, ζέστη, ζέστη! Ξυπνάω μέσα από έναν πολύ ανήσυχο ύπνο με τον ιδρώτα να σχηματίζει ρυάκια στο πρόσωπο και το κορμί μου. Το ρολόι στο κομοδίνο δείχνει τέσσερις τα ξημερώματα. Χωρίς να προλάβω καλά καλά να συνέλθω, η ακατανίκητη δίψα μου με οδηγεί στην κουζίνα για ένα αναζωογονητικό ποτήρι χυμό. Ανοίγω ένα κουτάκι βύσσινο και, προτού το καταλάβω, το τελειώνω. Ρίχνω λίγο δροσερό νερό στο πρόσωπό μου και αρκετά ήρεμη πια, αν και λίγο λαχανιασμένη, αφήνομαι και κοιτάζω τη θέα από το παράθυρο της κουζίνας.
Μπροστά φαίνονται τα λουλούδια του πίσω κήπου μου, λίγο πιο πλάγια ο καταπράσινος αγαπημένος μου λόφος, ενώ στο βάθος βλέπω τα φώτα και τη γέφυρα του Δουβλίνου. Αφήνω για λίγο να με συνεπάρει η κίνηση των αμαξιών που φαίνονται από μακριά και κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου, όταν χτυπάει το κινητό μου. Το βγάζω από την τσέπη της φόρμας μου και ελέγχω τα μηνύματα και την ηλεκτρονική αλληλογραφία μου. Ένας καταιγισμός συγχαρητηρίων για την επανέναρξη των πτήσεών μου. Αποφασίζω ότι θα απαντήσω αύριο σε όλους για τα ευχαριστήρια και σκέφτομαι να κάνω μία ακόμη προσπάθεια για ύπνο, καθώς το πρωί πετάω για Λονδίνο και μου απομένει μόνο ένα δίωρο ξεκούρασης.
Στον δρόμο για το δωμάτιο, βλέπω με την άκρη του ματιού μου αναμμένο το φως από την πόρτα του σαλονιού και μου φαίνεται πολύ παράξενο. Ήμουν σίγουρη ότι έκλεισα τα φώτα, πριν ξαπλώσω. Ασυναίσθητα, ανασηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και αρχίζω να πλησιάζω το δωμάτιο του σαλονιού. Έπειτα από λίγα αλλά ατελείωτα δευτερόλεπτα, φτάνω στην πόρτα, κοιτάζω μέσα από τη χαραμάδα και για μία στιγμή παγώνω. Το κεφάλι μου μουδιάζει, δεν ξέρω τι να κάνω. Τα νεύρα μου, προφανώς, αδυνατούν να στείλουν μηνύματα στον εγκέφαλό μου. Απλώς στέκομαι και κοιτάζω τον άντρα που κάθεται στην πολυθρόνα μου και απολαμβάνει ένα ποτό δίπλα στο αναμμένο τζάκι μου.
Συγγνώμη, αυτός μπήκε για να κλέψει ή για να τα κοπανήσει; Άναψε και το τζάκι; Πιο πολύ με όνειρο μου μοιάζει, αλλά προφανώς δεν είναι. Προσπαθώ να καταλάβω κάτι γι’ αυτόν κοιτάζοντας τον, αλλά κάθεται γυρισμένος προς το τζάκι, και μπορώ να δω μόνο ένα μέρος των μαλλιών του και ένα κομμάτι του προφίλ του. Είτε τον καταλαβαίνω είτε όχι, πρέπει να τον αντιμετωπίσω. Υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να με είχε κυριεύσει ο φόβος και ο πανικός, αλλά τώρα νιώθω την περιέργεια να καίει μέσα μου και πρέπει να τη σβήσω.
Περπατάω, όσο πιο ήσυχα και γρήγορα γίνεται, μέχρι την κουζίνα, ανοίγω το συρτάρι και παίρνω ένα τεράστιο μαχαίρι. Μα ποιον κοροϊδεύω; Εγώ με αυτό ούτε ψωμί δεν μπορώ να κόψω, όχι να επιτεθώ σε άνθρωπο. Στρέφομαι, επομένως, σε κάτι πιο ασφαλές για μένα, ένα τηγάνι. Το παίρνω στα χέρια μου και με αποφασιστικότητα κατευθύνομαι πάλι προς το σαλόνι.
Φτάνω στην πόρτα και βλέπω ότι ο άνδρας δεν έχει αλλάξει θέση. Ανοίγω με προσοχή την πόρτα ευχαριστώντας από μέσα μου τον θείο μου, που λαδώνει τακτικά τους μεντεσέδες του σπιτιού μου και δεν τρίζουν. Μέσα σε μια στιγμή νιώθω τόσα συναισθήματα, που δεν μπορώ να τα ελέγξω. Κάνω δύο βήματα και πλησιάζω την πολυθρόνα με το τηγάνι πάνω από το κεφάλι μου, έτσι ώστε να τον χτυπήσω με όσο περισσότερη δύναμη από αυτή που μου έχει απομείνει, όταν τον ακούω να μου μιλάει.
«Καλησπέρα, Τζες, ή καλύτερα να πω καλημέρα;»
Μένω ακίνητη στη στάση που πήρα, ανήμπορη να κουνήσω ακόμη και το μικρό μου δαχτυλάκι. Εκείνος γυρνάει ολόκληρος και με κοιτάζει έντονα στα μάτια, ενώ στη συνέχεια στρέφεται προς το τηγάνι με ένα ψήγμα απορίας στο βλέμμα του.
«Ετοιμάζεις κάτι για φαγητό; Γιατί εγώ θα προτιμούσα να συνεχίσω με το ουίσκι μου».
Μου κάνει πλάκα, όσο κοινότυπο και, αν ακούγεται, νομίζω πως κάποιος μου κάνει πλάκα. Είμαι πεπεισμένη γι’ αυτό. Αφενός ξέρει το όνομά μου και αφετέρου δε μοιάζει καθόλου με κλέφτη. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι είναι πολύ γοητευτικός. Συνέρχομαι από τη στιγμιαία ζάλη που μου προκάλεσε το γαλάζιο δυνατό βλέμμα του, και τα νεύρα μου τρίζουν από θυμό για το αστείο που, προφανώς, σκάρωσε η αδερφή μου. Σημείωση: να της κάνω ένα περιποιημένο τηλεφώνημα, γιατί η μανία της με τις πλάκες της πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει!
Θέλω πολύ να τον βγάλω έξω από το σπίτι μου, να ξεχάσω το συμβάν και να πέσω για ύπνο, αλλά αυτό, στην παρούσα φάση, μου παραφαίνεται αισιόδοξο για σενάριο. Για να είμαι, όμως, ειλικρινής, θέλω ακόμη περισσότερο να καθίσω δίπλα του, να αφήσω το τηγάνι, γιατί πόνεσαν και τα μπράτσα μου, και να παρατηρήσω τα γοητευτικά χαρακτηριστικά του, τα οποία με αφήνουν για ακόμη μία φορά άφωνη, απόψε.
Ε, λοιπόν, αυτό θα κάνω!Αφήνω το τηγάνι αριστερά στο τραπεζάκι και κάθομαι στη διπλανή πολυθρόνα από τη δική του. Η ζέστη που εκπέμπει το τζάκι, που τώρα βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου, είναι αποπνικτική και βγάζω τη ρόμπα μου, μένοντας με το τιραντάκι και τη φόρμα μου. Ακουμπάει το ποτό του στα χείλη του και κοιτάζει προς τη φωτιά, χωρίς όμως ουσιαστικά να τη βλέπει.
Βρίσκω χρόνο να τον παρατηρήσω. Το πρώτο που μου κάνει εντύπωση είναι το ντύσιμό του. Είναι, ίσως, ο πιο καλοντυμένος άνδρας που έχω δει. Μοιάζει σαν να έχει επιστρέψει από κάποιον γάμο. Φοράει μαύρο επίσημο κοστούμι, λευκό πουκάμισο, μαύρη γραβάτα με κόκκινες και άσπρες λεπτομέρειες και ασημένια μανικετόκουμπα, που έχουν πάνω τους χαραγμένο το γράμμα "J". Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι τα μανίκια του πουκαμίσου του, που είναι ξεκούμπωτα και κρέμονται. Είναι το μόνο πράγμα που βρίσκω “ατημέλητο” επάνω του.
Το σώμα του είναι ογκώδες, γυμνασμένο, με λαξεμένους μύες και έρχεται σε τέλεια αναλογία με το πρόσωπο του, που έχει έντονες γωνίες. Τα χείλη του λεπτά, ανασηκωμένα από τη δεξιά πλευρά με μια υπόνοια χαμόγελου, περιτριγυρισμένα από τα καστανά του γένια και τα μάτια του ανοιχτόχρωμα, μάλλον γαλάζια θα έλεγα. Το βλέμμα του είναι δυνατό, τραχύ και με δυσκολεύει, σαν να μου απαγορεύει να πάρω από πάνω του το δικό μου. Σύνελθε, κορίτσι μου. Είναι ένας ξένος στο σαλόνι σου, κι εσύ αντί να τον ξεφορτωθείς, κάθεσαι και τον χαλβαδιάζεις; “Σκουντάω” τον εαυτό μου.
«Πώς ξέρεις το όνομά μου;» τον ρωτάω έχοντας πλέον ύφος ανακριτικό και ειρωνικό, ώστε να καταλάβει ότι η πλάκα του δεν είναι αποδεκτή.
«Τζες, περίμενα πολύ καιρό να επιστρέψεις», μου λέει σαν να μιλάει για το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
Ξεροκαταπίνω. Με αποπροσανατολίζει από το σενάριο για την ξαφνική εισβολή, που δημιούργησα στο μυαλό μου. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ, προσπαθώ να καταλάβω, προσπαθώ να του αντισταθώ και να αντιμετωπίσω αυτό το αλλόκοτο συμβάν, αλλά δεν μπορώ. Σε μία ύστατη προσπάθεια για να καταλάβω τι συμβαίνει τελικά, τον κοιτάζω με ένα παρακλητικό βλέμμα, μήπως και με διαφωτίσει για όλα όσα δικαιούμαι να μάθω.
Πίνει, με μία ρουφηξιά, όσο ουίσκι είχε απομείνει στο ποτήρι του, το αφήνει με δύναμη στο τραπεζάκι και σηκώνεται απότομα πλησιάζοντάς με σε δυο μόλις βήματα. Σκύβει και, κλείνοντας το πρόσωπό μου στα χέρια του, με φιλάει με δύναμη και λύσσα, σαν να εξαρτιέται η ζωή του από αυτό. Ανατριχιάζει κάθε εκατοστό του σώματός μου, και νιώθω ένα παγωμένο μούδιασμα στην πλάτη μαζί με μια καυτή αίσθηση στο στόμα μου, που πονάει από το ρούφηγμα των χειλιών του. Βογκάω και παραδίνονται σε ένα αδιόρατο τρέμουλο, που όμως μου αρέσει πολύ.
«Σαν τον παλιό καλό καιρό», λέει λαχανιασμένος.
Τον κοιτάζω σαν χαμένη, με μια τεράστια απορία ζωγραφισμένη στο βλέμμα μου. Επιμένει να μιλά με γρίφους και να με μπερδεύει ακόμη περισσότερο. Ξανακάθεται και με αφήνει αναστατωμένη, μαρμαρωμένη στη θέση μου, περιμένοντας τι θα γίνει παρακάτω. Κουνάει το κεφάλι του γρήγορα δεξιά και αριστερά σε έναν αναζωογονητικό ρυθμό χαμογελώντας με ένα υπέροχο, στραβό χαμόγελο. Γυρνάει και με κοιτάει με ευχάριστη, θα έλεγα, διάθεση.
«Όλες οι γυναίκες τόσο περίεργες είστε;» με ρωτάει κοιτάζοντάς με γνήσια απορία.
Ορίστε; Εγώ είμαι η περίεργη, που θα μπορούσα αυτή τη στιγμή να γεμίσω δεκάδες σελίδες με ερωτήσεις γι’ αυτόν κι όμως, παραμένω σιωπηλή;Προφανώς, δεν ξέρει πόση αυτοσυγκράτηση θέλει κάτι τέτοιο. Αποφασίζω να το παίξω χαλαρή και να μην του δώσω να καταλάβει τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή μέσα στο κεφάλι μου
«Δεν πήρα όμως απάντηση», του λέω προσπαθώντας να φανώ όσο πιο σοβαρή μπορώ.
«Δεν τη χρειάζεσαι απόψε, μωρό μου. Μπορώ να έχω λίγο νερό;» αλλάζει συζήτηση.
Δεν απαντάω σε αυτά που μου είπε, αλλά σηκώνομαι να του φέρω το νερό που ζήτησε σαν υπνωτισμένη. Φτάνω, σχεδόν τρέχοντας, στην κουζίνα και γεμίζω το ποτήρι έχοντας εκατομμύρια σκέψεις και ερωτηματικά μέσα στο κεφάλι μου. Ποιος είναι αυτός; Πώς βρέθηκε σπίτι μου; Γιατί με φίλησε και γιατί είπε όλα όσα είπε; Παίρνω βαθιά ανάσα και επιστρέφω στο σαλόνι, αποφασισμένη να ξεκαθαρίσω την κατάσταση. Φτάνοντας όμως, δεν ήταν κανένας μέσα. Γυρίζω το κεφάλι μου δεξιά αριστερά, αλλά τίποτα. Λες και αυτό που έζησα την τελευταία ώρα εδώ με αυτόν τον γοητευτικό άνδρα, δε συνέβη ποτέ. Το ποτήρι με το ουίσκι, όμως, είναι στο τραπεζάκι. Μου φαίνεται πως θα τρελαθώ, δε βγάζω άκρη.
Ξεφυσώντας, πηγαίνω και κάθομαι στην πολυθρόνα που καθότανε αυτός και παρακολουθώ τη φωτιά, που κοντεύει πια να σβήσει. Κλείνω τα μάτια και φέρνω τη μορφή του στο μυαλό μου. Τόσο ερωτικός και τόσο απόκοσμος, έκανε τη καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, αλλά ποιος ήταν; Ανατριχιάζω στη σκέψη του φιλιού του και με την εικόνα αυτή, που έχει εγκατασταθεί πλήρως πια στο κεφάλι μου, χάνομαι παρέα με το άρωμά του σε έναν όχι και τόσο απονήρευτο ύπνο.
0 σχόλια: